Σάββατο 9 Απριλίου 2011


•ڿڰۣ.••ڿڰۣ

. .   Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί; 

Οδυσσέας Ελύτης, 
•ڿڰۣ.••ڿڰۣ.••ڿڰۣ

Η διαθήκη του Μιχάλη Καραμάνου

      Γεννήθηκα άρρωστος έζησα άρρωστος και πεθαίνω άρρωστος. Δεν χάρηκα τίποτ' από τη Ζωή κι έτσι ο θάνατος δεν μου είναι ούτε ευχάριστος ούτε δυσάρεστος: Απλώς αδιάφορος...
 Θέλω τα κόκαλά μου να ξεκουραστούν στη γη που μ΄ εγέννησε και σκλάβωσε την αγάπη της ψυχής μου: τη Θεσσαλία. Εκεί, στον ατέλειωτο κάμπο της, πλάι στα νερά της Σαλαμπριάς, σ΄ένα χωράφι μέσα στα τόσα χωράφια, να σκάψουν ένα λάκκο και να με θάψουν. Ούτε μνήμα, ούτε σταυρό. Μόνο πάνω απ΄το κεφάλι μου να φυτέψουν μια φτελιά, για να σκιάζει τον ύπνο μου.
Κάθε χινόπωρο, το αλέτρι να περνάει πάνω απ΄το χώμα του τάφου μου.
Κι ένας καραγκούνης να σκορπάει με απλοχεριά το χρυσό σπόρο. Έτσι θέλω. Σαν έρθει πάλι ο Θεριστής, μια καραγκούνα με ατσαλένιο δρεπάνι να θερίζει το στάρι που φύτρωσε πάνω  στο κορμί μου. Να το μαζώνει στη ποδιά της, να το αλωνίζει, να το λιχνίζει. Έτσι θέλω.
Κι ύστερα αυτό το στάρι - δυο χούφτες στάρι - να το βάνουν σ΄ένα σακούλι και να το στέλνουν στη Σκιάθο.
Να το κάνουν  κόλλυβα για την ψυχή του Παπαδιαμάντη.
Έτσι θέλω.
Μ. Καραγάτσης. "Ο Γιούγκερμαν και τα στερνά του."


Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Το μοιρολόγι της φώκιας

   Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρύζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι -φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα- κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μυρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, διά να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κ' αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας.
     Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα ει μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.
Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά. Πλησίον αυτής, η γριά-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, διά να πλύνη τα χράμια και άλλα διάφορα σκουτιά εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι.
  Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μυρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην - είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος - ήκουον μόνον την φλογέραν, κ' εκοίταζον να ίδωσι που ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού.
     Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κ' έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βόσκουσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μυρολόγι της γραίας, εθέλχθη απότον θυρυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κ' ετέρπετο εις τον ήχον, κ' ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάννα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, διά να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όπως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν. και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της. κ' επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι διά να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.



•ڿڰۣ.••ڿڰۣ

.    Όπου και να θολώνει ο νους σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. 

 ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ 
•ڿڰۣ.••ڿڰۣ

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

  Τον Οκτώβριο του 1927, ο Νίκος Καζαντζάκης θα ταξιδέψει στη Μόσχα, προσκεκλημένος της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης για να συμμετέχει στον εορτασμό των δέκα χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση. Εκεί θα γνωρίσει τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, τον λεγόμενο και «Γκόργκι των Βαλκανίων» και θα ταξιδέψουν μαζί στη χώρα των Σοβιέτ διαμορφώνοντας μια αντίληψη για τα όσα εξελίσσονται στη χώρα.
    Στη συνέχεια ο Καζαντζάκης θα προσκαλέσει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου 1928, ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος», ο φορέας των προοδευτικών διανοουμένων, οργανώνει στο θέατρο «Αλάμπρα» εκδήλωση για τις εμπειρίες από το σοβιετικό πείραμα, με ομιλητές τον Ιστράτι, τον Καζαντζάκη και τον μεγάλο παιδαγωγό Δημήτρη Γληνό. Στην εκδήλωση μιλά πρώτος ο Γληνός, μετά ο Καζαντζάκης και στο τέλος ο Ιστράτι.
    Στην ομιλία, που προκάλεσε τη σύλληψη και δίωξή του, ο Καζαντζάκης αναφέρθηκε στις εμπειρίες του και τα συμπεράσματά του από τη Σοβιετική Ρωσία. Ο Καζαντζάκης υπήρξε θιασώτης των όσων εξελίσσονταν στη χώρα με την ελπίδα ότι μια νέα παγκόσμια πραγματικότητα θα ερχόταν και θα επηρέαζε το διεθνές σκηνικό. Ωστόσο, ο ίδιος επεσήμανε τους υπαρκτούς κινδύνους διαστρέβλωσης. «Δυο είναι οι μεγάλοι κίνδυνοι που απειλούν τη Σοβιετική Ρωσία» υποστήριξε στην ομιλία του. «Ο ένας είναι εσωτερικός: οι νέες αστικές τάξεις που σχηματίζονται κάτω από την προστασία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής. Κουλάκοι, Νέπμαν, γραφειοκράτες. Ο άλλος κίνδυνος είναι εξωτερικός: ο παγκόσμιος πόλεμος».
    Κατόπιν, η φλογερή ομιλία του Ιστράτι για το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης θα ξεσηκώσει το ακροατήριο που μετά το πέρας της εκδήλωσης θα πραγματοποιήσει διαδήλωση η οποία με τη σειρά της θα προκαλέσει την επέμβαση της αστυνομίας.
Δημοσιεύματα την επόμενη μέρα αναφέρουν ότι πραγματοποιήθηκε μια «αντεθνική» διαδήλωση ενώ οι λόγοι των τριών ομιλητών στρέφονταν κατά της Ελλάδας. «Υπό την σκέπην του Εκπαιδευτικού Ομίλου ο Π. Ιστράτι ύμνησε τον κομμουνισμόν και καθύβρισε τους διανoούμενους πλέξας το εγκώμιον της Τσέκας. Το χθεσινόν αίσχος» έγραφε στην πρώτη σελίδα του το «Εμπρός». Σύμφωνα με την κρητική εφημερίδα «Πατρίς», ο «Ριζοσπάστης», η «Πρωία» και άλλες εφημερίδες της εποχής στήριξαν τους ομιλητές ενώ αρκετοί διανοούμενοι της εποχής, αντέδρασαν στην εχθρική αντιμετώπιση του Ιστράτι υποστηρίζοντας ότι προσβάλλει τη διανόηση και τον πολιτισμό της χώρας. Ωστόσο, ο εισαγγελέας παρεμβαίνει έτσι κι αλλιώς και διατάσσει την αστυνομία να διενεργήσει έρευνα.
    Ο Καζαντζάκης και Γληνός παραπέμπονται σε δίκη ως υπεύθυνοι για τη διαδήλωση ενώ ο Ιστράτι απειλείται με απέλαση, αλλά τελικά περιορίζεται στο σπίτι του Γ. Νάζου στην Κηφισιά. Η δίκη Καζαντζάκη – Γληνού ορίζεται για τις 3 Απριλίου του 1928. Στο εδώλιο κάθισε μόνο ο Γληνός καθώς ο Καζαντζάκης βρίσκεται στο Κίεβο. Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν αθωωτική και οδήγησε το Γληνό σε μία οριστική στροφή προς την αριστερά.