Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

•ڿڰۣ.••ڿڰۣ

Το δέντρο των αγνοημάτων

Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο. 
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι 
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται. 
Η συμφορά με γήινο χρώμα 
τυλίγεται στο δέντρο. 
Ω δύναμη της ζωής 
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.


•ڿڰۣ.••ڿڰۣ



Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Το Γιούσουρι




  Μικρός ήμουνα, παιδί στα σπάργανα, όταν άκουσα να μιλάνε για το φοβερό θεριό. Και σαν έγινα παλικάρι είκοσι χρονώ, ακόμα μιλούσανε με φρίκη και θαυμασμό για κείνο: για το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόλπο του Βόλου, βαθιά στης θάλασσας τον κόρφο!
- Γιούσουρι; Τι είναι αυτό το γιούσουρι; ρωτάγαν οι μικρότεροι.
Οι πιο μεγάλοι, καραβοκύριδες και ναυτικοί, ζυμωμένοι με την αρμύρα κι αντρειωμένοι στην αγκαλιά της θάλασσας, είχαν να πουν ένα σωρό ιστορίες για δαύτο.
- Το γιούσουρι παιδιά μου, είναι θερίο της θάλασσας. Δέντρο είναι του βυθού με κλαδιά, με ρίζες και με ρόζους. Ώρες κάθεται λουφαγμένο στο σκοτεινό βυθό κι ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως απάνου, στο πρόσωπο της θάλασσας.
  Εγώ, από μικρός που το άκουγα, με έπιανε  κατιτί παράξενο. Φόβος μαζί και πείσμα. Μ' όλες αύτες τις διηγήσεις, και πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς αυτό το τρομερό γιούσουρι που, μόνο τ' όνομά του να έλεγες, σκοτείνιαζαν τα πρόσωπα των ναυτικών. Τόσοι και τόσοι τρανοί καπεταναίοι, τόσοι καραβοτσακισμένοι ναυτικοί και κανένας να μην μπορεί να το νικήσει! δεν μπορούσα να το χωνέψω. Πιάνω μια μέρα τον πατέρα μου παράμερα και τον ρωτάω:
- Δεν μου λες,  πατέρα, τι είναι αυτό το γιούσουρι;
- Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ' άλλα, θαλασσόξυλο. Όταν ήμουνα σφουγγαράς, έκοψα κάμποσο από δαύτο. Μ' ένα κομμάι του έφτιαξα και τούτη την πίπα.




Έπιασα στα χέρια μου την πίπα. Ήταν χοντρή και μεγάλη, με ρόζους, μαύρη, κατάμαυρη, σαν έβενος.
- Μπα, τούτο είναι το γιούσουρι; Το κόβουν λοιπόν;
- Το κόβουν λέει; Αφού το 'χεις στα χέρια σου. Στην Μπαρμπαριά, που πηγαίναμε για σφουγγάρια, είχαν δάση ολάκερα.  Άμα το πιάναμεστον ύπνο, του κόβαμε και κανένα κλαρί. Άμα όμως ξύπναγε, δεν το έκοβε ούτε η  ρομφαία του Αρχάγγελου.

 



- Κι αφού κόβεται, γιατί δεν πας να κόψεις και το γιούσουρι του Βόλου;
Το χαμόγελο πέτρωσε στα χείλη του πατέρα μου. Γύρισε και με κοίταξε σοβαρός.
- Α! είπε το γιούσουρι του Βόλουδεν είναι το ίδιο. Πήγα μια φορά κι εγώ να το κόψω- βουτούσαμε τότε με την πέτρα, σαν τους Καλυμνίωτες, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άνδρατην μάνα σου.
- Εγώ σαν μεγαλώσω, θα παώ να το κόψω, είπα με πείσμα.
Ο πατέρας μου έμεινε για λίγο σιωπηλός. 'Υστερα με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή, σαν να μετρούσε το άάστημά μου. Νόμιζα πως θα έλεγε όχι, πως θα πάσκιζε να μ' εμποδίσει.
Χαμογέλασε μοναχά και μου είπε:
- Καλά σαν μεγαλώσεις να πας. Τώρα που είσαι μικρός σύρε να μάθεις τη θάλλασα.





Πήγα κι έμαθα τη θάλασσα. 'Εγιαν πρώτα ναυτόπουλο, ύστερα έγινα ναύτης και σφουγγαράς και πήγαινα με σφουγγαράδικα στην Μπαρμπαριά. Είδα άγριο τον καιρό, είδα χιονιάδες και φουρτούνες, μα το λόγο που έδωκα στον πατέρα μου δεν το ξέχασα. Μαζί με το κορμί μεγάλωνε μέσα μου κι ο πόθος, γινόταν λαχτάρα: Να κόψω το γιούσουρι, να το ξεριζώσω και να τοσύρω πίσω από το καϊκι στο νησί μας. Θα το ξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλαλήση σ΄ολάκερη τη χώρα:
- Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε το μέγα θάμα! Το στοιχειό της θάλασσας νικήθηκε από του νησιού μας το τοιχειό,  το Γιάννο τονΓκάμαρο! Τρέμουν τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε χωριανοί...
Μελίσσι θα μαζευόταν ο κόσμος, νιοι και  γέροι. Οι ναυτικοί θα σταυρόκοπιούνταν, θα έβλεπαν οι γυναίκες και τα παλικάρια θα τρόμαζαν και θα ζήλευαν. Κι οι λυγερές παράμερα θα έλεγαν:
- Να λεβεντονιός για να γίνει άνδρας μας! Δεύτερος Αϊ Γιώργης!




Τέτοιες σκέψεις έκανε ο νούς μου, ώσπου έκλεισα τα είκοσι. Ψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάτσου στη Χαλκίδα. Δώσε απάνω, δώσε κάτω, φτάσαμε και στον κόλπο του Βόλου.  Άρπαξα την ευκαιρία.
- Τι λες καπετάνιε; Κάνουμε την απόπειρα;
- Ποια;
- Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
Γέλασε ο καπετάν Στραπάτσος, γέλασαν και οι άλλοι,
γέλασα τέλος και γω. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
- Ρε, τι λες; μου κάνει. Είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Κοίτα να γάλουμε το καρβέλι κι άσε τα όνειρα. Τόσοι και τόσοι πήγαν και δεν έκαμαν τίποτα, και θα καμουμε εμείς;
- Γιατί όχι; Είμαστ' αδέξιοι εμείς; ' Επειτα, εκείνοι βούταγαν με την πέτρα, μια βουτιά κι απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;


 


'Εδωκα, πήρα, μια μέρα που δεν ψαρεύαμε τον κατάφερα.
- Τι λες πάμε; του κάνω.
- Μωρέ που να πάμε;
- Για το γιούσουρι!
- Ποιος θα βουτήξει;
- Εγώ βουτάω! Γι' αυτό ρωτάς;
Ξανοιχτήκαμε τέλος με τα κουπιά. Εγώ κοίταζα με το γιαλί στον πάτο. Φέρνουμε μια βόλτα, δυο, τρεις, τίποτα!
Πουθενά γιούσουρι! Μ' έπιασε μια παράξενη απελπισία. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στην φαντασία μου, το έβλεπα μπροστά μου, το έβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα, και τώρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το συναντήσω,  θές κάτω στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες απόνω στα σύωωεφα! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με καταλύσει. Ας με νικήσει κι εμένα σαν που νίκησε τόσους και τόσους. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου! Τότε  γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι;
- Τραβάτε για το λιμάνι, είπε, τέλος, ο καπετάνιος βαριεστημένος. Γιούσουρι, καθώς φαίνεται, δεν υπάρχει. Οι γεροντότεροι λένε παραμύθια καμιά φορά. Αντέστε να πιούμε κάνα ποτηράκι.
- Στο θεό καπετάνιε, του λέω, έχε υπομονή. Να φέρουμε άλλη μια βόλτα. 
  Ούτε κείνος όμως, ούτε οι λαμνοκόποι με άκουαν. Το καΐκι γύρισε κι έφυγε για το λιμάνι, βαριεστημένο και κείνο.
 Εγώ, κρεμασμένος στη κουπαστή, δεν έπαυα να κοιτάζω ζερβόδεξα με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα της μάνας μου τα κόκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον πάτο και μου έδειχνε ξερά τα φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
- Στοπ!» φωνάζω· σταθείτε! 
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!

    
 Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι, και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! Τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κι εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργιές ψήλωνε. Και από κει κλαδιά και αντικλάδια μυριόριζα, καμαρωτά κι ολόισια έφευγαν πέρα δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’ αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.
   Ήβρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Έκαμα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε ο Όφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’ ένα ρίζωμα να μη με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν σα μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των παλαβών που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Στο βρούχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό. Και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που δέρνονταν μεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια λάχτιζαν με πείσμα τ’ άσαρκα μέτωπα, σα να τους έλεγαν:
  -Γιατί μας φέρατε εδώ;
   Απάνω μου τσίμπαε ο καπετάνιος:
 -Έλα τώρα. Έλα, και δεν θα κάμεις τίποτα.
  Δε θα κάνω τίποτα! Και γω το κατάλαβα. Μα και με τι μούτρα ν’ ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλιά; Πού ο αι-Γιώργης; Α, όχι· αν δεν κατέβαινα, καλά· μα τώρα, πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας, σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη. Πέτρα να χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες, σα να χτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
    Τσιμπάω απάνω:
 - Ρίχτε μου το λοστό.
  Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα, και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες ερχόταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε να πάρω ανάσα ή και να ρίξω γύρω καμιά ματιά. Μπορούσε το σκυλόψαρο να ριχτεί απάνω μου.
Τέλος, τσιμπάω πάλι:
- Ρίχτε μου τη γούμενα.
-Μωρέ, έλα πάνω! τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλότερο σκοινί. Έλα πάνω· θα σου κόψω τον αέρα!
- Κόβεις τον αέρα, μα σχίζω το λάστιχο του απαντώ θυμωμένα.  Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου;
Τα χρειάστηκε ο καπεταν-Στραπάτσος· μου έριξε τη γούμενα.

   
 Πιάνω από μακριά και θηλυκώνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με το λοστό τις ρίζες. Εκείνο, δωσ’ του και γλαυκόπαιζε τα μάτια σα να ήθελε να με μαγνητίσει. Εσειόταν και τάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού απλοκαμοί, λάγγευαν δώθε κείθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξερα καθόλου τα δολερά παιχνίδια του, κι αν δεν είχα ακούσει τα καμώματά του, τα σκέλεθρα που έβλεπα σφηνωμένα ψηλά ήταν αρκετά να μου δείξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του ανακλάδισμα στρείδι κολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, όλα δούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός, αψύς, ξεκόλωνε ένα με το άλλο τ’ αντιρίμματα, τα έβγαζε από τα θαλάμια τους, τα χώριζε από την πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλές φορές, κι άλλες φορές με σκλήθρες από χάλαρα, με φόρτωμα από κοχύλια.
    Τέλος, κατάλαβα πως άρχισε να λασκάρει. Έχανε το στήριγμά του.
 -  Απάνω! τσιμπάω.
   Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω τη πρώτη ανάσα.
  Μπρε! Πήρε και σούρπωνε. Αντίκρι το Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυρος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα τρεμόφεγγο τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως ξανάζησα όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι και τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
- Τι, απόκαμες;» ρωτάει ο καπετάν-Στραπάτσος.
- Τώρα θα ιδείς! του λέω πηδώντας απάνω. Έλα, παιδιά! Τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε».
- Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το στοιχειό;
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου, και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
- Μα τραβάτε παιδιά, παιδιά! λέω. Το δέντρο κόπηκε.
Ρίχνονται στα κουπιά, τραβούν με δύναμη. Ναι! Αντί να σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
- Μωρέ, μας γελάς λέει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος. Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
- Μα τον αι-Νικόλα, το ‘κοψα του κάνω· τράβα! Τ’ ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο τραβήματα θέλει και θα ’ρθει με τις ρίζες του.
Αρχίζουμε πάλι το τράβημα. Κάπου μια ώρα έτσι παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα έπιασε τους ναύτες και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος από χαρά και περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
- Ω-ω! Ω-ω!... Γεια σας, παλικάρια! Ίσα, λιοντάρια μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγρηδες!
Και τα παλικάρια, τα λιοντάρια, οι τίγρηδες, έχωναν βαριά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός. Αμέσως, μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
- Να ιδώ! Και γω να ιδώ!
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
- Εμπρός!  λέω στον καπετάν-Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και μας το πάρουν οι Τούρκοι.
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο, Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια, τι φώκιες και τι φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιούνταν και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος! Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. 
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι, σφιχτοδεμένο, ακολουθούσε τα απονέρια που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως νικήθη και πάσχιζε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί. Μα ποιος το άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα, το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή των κοριτσιών:
- Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας! 
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σα να κύλησαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο, έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος, ρόδισε η ανατολή, φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρι.
- Άλα, παιδιά, και φτάσαμε!  φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυό χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδειάζω τη γούμενα.
Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου!


- Τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται, στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του πέρα δώθε, λες και πάσχει να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο, θαμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
 Και γω, ο Γιάννος ο Γκαμάρος, νέος αι-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος





Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Εικονοστάσι λαϊκών αγίων
Πώς ένας τοπικός ερασιτέχνης φωτογράφος
απαθανάτισε τη ζωή στο Πήλιο
τις δεκαετίες του 50 και του 60


  Η υποχρεωτική έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων, στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, τον έκανε φωτογράφο. Οι παλαιότεροι τον θυμούνται μετά την κυριακάτικη λειτουργία να βολτάρει ανάμεσα στους καλοντυμένους χωριανούς της Ζαγοράς, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα περασμένη χιαστί στον ώμο του, έτοιμος να τη στήσει και να δώσει σάρκα και οστά σε όλους αυτούς τους ανώνυμους που άφησαν το χνάρι τους στον τόπο και την ιστορία του. Οταν ο Κώστας Ρούσσης φύλαγε ευλαβικά τα αρνητικά των φωτογραφιών εκείνων που μέρα τη μέρα σωρεύονταν στα συρτάρια του, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι ταπεινές ετούτες εικόνες θα αποτελούσαν ύστερα από χρόνια πολλά την ανεκτίμητη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Ως τα τριάντα του δεν είχε πιάσει στα χέρια φωτογραφική μηχανή. Γι΄ αυτό και όταν άρχισε να καταγράφει τη ζωή γύρω του το έκανε με την αγνή ματιά ενός παιδιού. 
Η επέτειος του «Οχι» στο Γυμνάσιο Ζαγοράς

Ανάμεσα στις πατάτες 
Οι φωτογραφίες του Ρούσση χωρίζονται σε δύο ενότητες: εκείνες που προορίζονται για ταυτότητα ή διαβατήριο, όπου στην άκρη τους, σαν σήμα κατατεθέν του καλλιτέχνη, φιγουράρουν οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί του που κρατούν το σεντόνι εν είδει φόντου, 



και εκείνες που απεικονίζουν ομαδικές σκηνές δουλειάς ή γλεντιού, αλλά και τελετές, σχολικές ή θρησκευτικές γιορτές. 


«Εκείνη την εποχή», λέει ο ίδιος, «φωτογράφισα πάρα πολύ κόσμο, όλους τους Ζαγοριανούς! Με προτιμούσαν. Ισως επειδή ξέραν τη ζωή μου, ότι ήμουν ταλαίπωρος, και το βλεπαν σαν να μου δίνουν ένα βοήθημα. Αμα ήταν μια παρέα, πέντ΄ έξι, ας πούμε, έλεγα εγώ: “Εξι φωτογραφίες στη μισή τιμή”. Φωτογράφισα λοιπόν στη Ζαγορά, Αϊ-Γιώργη και Σωτήρα, αλλά και στο Πουρί. 
Ο ξάδερφός μου είχε τους άλλους δύο μαχαλάδες της Ζαγοράς, την Αγία Κυριακή και την Περαχώρα. Αλλά αυτός ήταν αριστοτέχνης, καλλιτέχνης, ενώ εγώ ήμουν ο πλανόδιος. Μ΄ όλα ταύτα με προτιμούσαν. 

 
Πήγαινα και στο Χορευτό όταν κάναν μπάνιο κι έβγαλα και κοπέλες, νοσοκόμες, γιατρίνες που ήθελαν μια φωτογραφία με το μαγιό. Και γίνηκαν τόσο ωραίες που τις έβαλε και το Ντομινό. Τόσο πολύ ωραίες. 

  
Και άλλη μια κοπέλα την έβγαλα μέσα σε πατάτες, στο λουλούδιασμά τους, και μ΄ αυτή τη φωτογραφία παντρεύτηκε. Ζαγοριανή είναι, ζει στο Βόλο. Την έβαλα λοιπόν καταμεσής στα λουλούδια και την έβγαλα φωτογραφία.
 Ηταν πολύ όμορφη στη φωτογραφία και μ΄ αυτή ξεγέλασε τον άντρα της! Γιατί ώσπου να γνωριστούν αυτή έστειλε τη φωτογραφία. Ε, μόλις την είδε αυτός, πέταξε. Ναι, δεν είναι ψέμα. Εχει περιπέτεια η ζωή!».   



Το ύφος και το ήθος ενός σπουδαίου λαϊκού καλλιτέχνη, μιας ιδιαίτερα προικισμένης ψυχής, ξεπηδάει από κάθε κουβέντα του Ρούσση. «Τ΄ όνειρό μου ήταν να βρω ένα κορίτσι, να το αγαπήσω. Μα έφυγε τ΄ όνειρο. Ηταν τόση η πείνα και τόσες οι δυστυχίες, τόσες οι μπόρες που με δέρναν, που όλα έσβηναν μες στο μυαλό μου. Αν το καλοσκεφτείς, ένα πέρασμα είναι η ζωή! Τώρα φύγαν τα χρόνια. Από τότε που γεννήθηκα, τι τράβηξα, τι έφτιαξα. Και σκέφτομαι μόνο να ΄μαι γερός. Και παρακαλώ να ΄ρθει ένας θάνατος, πώς να σ΄ το πω, ακαριαίος. Να κοιμηθώ αποβραδίς και το πρωί να ΄μαι πεθαμένος. Αυτό είναι τώρα στο μυαλό μου». 
 
Εκδρομή στο Χορευτό
Μπροστά στον «Αλάδωτο»,ένα από τα λεωφορεία που εξυπηρετούσαν το χωριό



Με αντίτιμο μηδαμινό 
Ο Κώστας Ρούσσης διέσωσε για λογαριασμό μας έναν ολόκληρο θησαυρό προσώπων, στάσεων, βλεμμάτων και χειρονομιών- συνολικά 4.000 πόζες. Με αντίτιμο μηδαμινό, αν σκεφτεί κανείς ότι το έκανε μόνο και μόνο «για να βγάλει το ψωμί του, να πάρει μια δεκάρα». Είναι σαν να τον βλέπουμε ακόμη τώρα- σαν άλλο Θεόφιλονα οργώνει ακούραστα το Πήλιο, να απλώνει το ήμερο βλέμμα του στο τοπίο και να εντοπίζει το μέρος όπου θα στήσει τη μηχανή του.


  

Εκεί θα πάρουν θέση οι χωριανοί για τη φωτογράφιση. Λίγο πιο αριστερά ο φακός, λίγο πιο πάνω. Ακίνητοι! Μόνο ένας αυθεντικός ναΐφ, ένας τοπικός φωτογράφος χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μόνο κάποιος που μεγάλωσε στη φύση με τα παραμύθια των παλιών, κάποιος αλαφροΐσκιωτος και «νεραϊδοπαρμένος» θα μπορούσε να ρίξει στο φωτογραφικό χαρτί ατόφια την ανθρώπινη ψυχή και τα βάσανά της. Μόνο ένας τέτοιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να δώσει το άρτιο αποτέλεσμα με το οποίο πλούτισε το συλλογικό βλέμμα μας ο Ρούσσης. 



 
Ο Κώστας Ρούσσης ασχολήθηκε με τη φωτογραφία τις δεκαετίες του 1960 και 1970, αποτυπώνοντας μέσα από το φακό του, πέρα από πρόσωπα, την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα της Ζαγοράς εκείνη την περίοδο. Μολονότι την ίδια εποχή δραστηριοποιούνταν και άλλοι φωτογράφοι στην περιοχή, ο Ρούσσης ήταν ο μόνος που είχε την προνοητικότητα να διαφυλάξει τα αρνητικά των φωτογραφιών, διασώζοντας έτσι και κληροδοτώντας σε μας ένα μοναδικό θησαυρό μνήμης. 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=250000

Θυμάμαι τον Κώστα Ρούσση τις Κυριακές τα πρωινά, που οι άντρες φορούσαν άσπρα πουκάμισα και μαζεύονταν στην πλατεία μετά τη λειτουργία της εκκλησίας. Ήταν κι αυτός εκεί, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα περασμένη χιαστί στον ώμο του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι εκείνες οι εικόνες θα αποτελούσαν αργότερα ανεκτίμητης αξίας μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Ο χώρος και το τοπίο βρίσκονται πάντα στο φόντο των εικόνων. Στο πρώτο πλάνο μας διαφύλαξε το σπουδαιότερο στοιχείο της κοινωνίας: τα Πρόσωπα. Για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα καταγράφονται τα πρόσωπα των Ανωνύμων, αυτών που σήκωσαν το βάρος της Ιστορίας". 
Φίλιππος Κουτσάφτης 




Η ιστορία δεν μνημονεύει 
ονομαστικά αυτούς που την κινούν…
 
Ηταν ένας από τους Φωτογράφους του χωριού μας, με δραστηριότητα κυρίως οτην τελευταία συνοικία, της Μεταμόρφωσης, καθώς και στο διπλανό χωριό, το Πουρί. Άσκησε αυτό το διακόνημα όχι από καλλιτεχνικά ή άλλα κίνητρα, αλλά για να βελτιώσει κάπως το ταπεινό του εισόδημα.
Άρχισε με ελάχιστα τεχνικά εφόδια, διέθετε όμως το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο εφόδιο κι αυτό ήταν η έμφυτη αγάπη του για τον άνθρωπο και την κοινότητα. Χρησιμοποίησε το φακό του σαν προέκταση της ευγένειας, της εντιμότητας και της αθωότητας του βλέμματος του και πολύ γρήγορα βρήκε τον τρόπο να εκφράζεται. Επιπλέον, αυτή του η ιδιότητα, του φωτογράφου, έδωσε και στον ίδιο μια νέα ταυτότητα.
Φωτογράφιζε μόνο κατόπιν παραγγελίας. Ο χώρος και το τοπίο βρίσκονται πάντα στο φόντο των εικόνων, ενώ στο πρώτο πλάνο μάς διαφύλαξε το σπουδαιότερο στοιχείο της κοινωνίας: τα ΠΡΟΣΩΠΑ. Χιλιάδες πρόσωπα, σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις δραστηριότητες, γίνονται οι πρωταγωνιστές αυτών των εικόνων.

Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 είχε συντελεστεί, ασφαλώς, ακόμα και στην Ελλάδα, η λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Στα πεδινά εφαρμοζόταν η μηχανική καλλιέργεια, όπως για παράδειγμα στο γειτονικό μας θεσσαλικό κάμπο. Αλλά σε μας, επειδή απλώς βρισκόμαστε πίσω από το βουνό, (Ζαγορά, στα σλάβικα, σημαίνει «πίσω από το βουνό». Κι αυτή είναι μία από τις επικρατέστερες εκδοχές για την ονομασία του χωριού),  όλα τα πράγματα έφθαναν με καθυστέρηση. Ετσι, εκείνα τα χρόνια ζούσαμε το τέλος του παλιού κόσμου (της λεγόμενης γεωργικής περιόδου), που αφού είχε διαρκέσει χιλιάδες χρόνια, τέλειωνε στις μέρες μας. Ζούσαμε στο μεταίχμιο της αλλαγής των δύο κόσμων κι αυτό ακριβώς είναι αποτυπωμένο στις εικόνες του Κώστα Ρούσση.




Κοίταξα πολλές φορές και συνεχίζω να κοιτάζω το αρχείο αυτών των σπάνιων φωτογραφιών του Κώστα Ρούσση. Και κάθε φορά αισθάνομαι συγκλονισμένος για τα τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης, για τη δική του αισθητική πληρότητα, για την τόλμη και την ευγένεια του βλέμματος του, για τη δύναμη της μνήμης.

Μέσα από τις μοναδικές αυτές εικόνες, είδα τον εαυτό μου, τον αδελφό μου και τους συγγενείς, είδα όλη την κοινότητα, το πρόσωπο της μικρής μας κοινωνίας, να παλεύει σκληρά στα χωράφια με τα ζώα, να συμμετέχει στην ακολουθία του Επιταφίου και της Ανάστασης, να βρίσκεται στις γορτές που γίνονταν στα ξωκλήσια, να ανοίγει δρόμο στα χιόνια.



 Τους είδα να κάθονται μπροστά στα άσπρα σεντόνια, κατ’ ενώπιον, και να κοιτούν κατευθείαν το φακό, χωρίς ύφος, χωρίς επιτήδευση, με την ίδια απλότητα που και ο ίδιος ο φωτογράφος τούς προσέγγιζε. Και, μέσα σ’ αυτή την ελάχιστη στιγμή του χρόνου, βλέπεις να περιέχεται ολόκληρη η ζωή τους.
Τα φιλμ αυτά, ως κομμάτι της ζωής του, ο Κώστας Ρούσσης τα διαφύλαξε και τον ακολούθησαν σ’ όλες τις περιπέτειες του βίου του. Ωστόσο η υγρασία και οι ακατάλληλες συνθήκες επέφεραν σε κάποια μια ελαφρά ή πιο σοβαρή αλλοίωση, που ήρθε σαν τη θεά Τύχη, με τον αόρατο χρωστήρα της, να βάλει πάνω στις εικόνες, πάνω στα πρόσωπα, αλλού ένα  σύννεφο, αλλού σκιές, αλλού φωτοστέφανα….






 Μ’ εκείνη τη μικρή μηχανή, εκείνο το σαραβαλάκι…
Με μιά φθηνή σχεδόν παιδική μηχανή στο χέρι, έγινε για είκοσι χρόνια ο αποκλειστικός φωτογράφος στους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες του χωριού, στη Σωτήρα και στον Άγιο Γεώργιο, καθώς και στο γειτονικό Πουρί, που εκείνη την εποχή το θεωρούσαν «τέρμα Θεού». Τότε τα μέρη αυτά ήταν απομονωμένα. Τόποι ορεινοί, μακριά από τον εύφορο κάμπο τα μεταφορικά μέσα περιορισμένα, οι ανέσεις ανύπαρκτες, η οικονομική κατάσταση δύσκολη.
 
Οι φωτογραφίες του Κώστα Ρούσση συγκροτούν δύο ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις φωτογραφίες για ταυτότητα ή διαβατήριο σε άσπρο φόντο. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες υπάρχει ένα εύρημα του Κώστα Ρούσση μοναδικό εκτός από το μοντέλο, απεικονίζονται και οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί, καθώς βαστούν το σεντόνι που χρησιμεύει για φόντο.  
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει ομαδικές σκηνές συλλογικής δουλειάς (όπως το χτίσιμο των σπιτιών,το μάζεμα των μήλων και της ελιάς), αλλά και οικογενειακά πορτρέτα, γλέντια τελετές, σχολικές και θρησκευτικές γιορτές, στην εκκλησία, Επιτάφιο και Ανάσταση και, βέβαια, φωτογραφίες που μαρτυρούν τη στενή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων, όλα τεκμήρια ενός τρόπου ζωής χαμένου πια για πάντα.
Ο Κώστας Ρούσσης ως τα τριάντα του χρόνια, τότε δηλαδή που άρχισε να φωτογραφίζει, δεν είχε πιάσει στα χέρια του φωτογραφική μηχανή.  ‘Αρχισε, με την αγνότητα παιδιού, να καταγράφει τη ζωή γύρω του.
 Αποτύπωσε την καθημερινή δράση και διέσωσε την αλήθεια μιας εποχής κι ενός τόπου που συνεχίστηκε αναλλοίωτη από την αρχαιότητα ως την εποχή του, προτού χαθεί για πάντα. Μέσα από τις φωτογραφίες του βλέπουμε τη ζωή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.






 Στις φωτογραφίες του έχει διασωθεί η ζωή μιας κοινωνίας όπου η δικαίωση των ανθρώπων έρχεται από τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά και ο ανδρισμός εκφράζεται με τη μετατόπιση βράχων και το ξεχέρσωμα της γης.
Ο άνθρωπος παλεύει με τα στοιχεία της φύσης για να κερδίσει το ψωμί του και να περπατά στο χωριό με το κεφάλι ψηλά. 


 
Στις γυναίκες η δικαίωση επιτυγχάνεται με τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα του συζύγου και των ηλικιωμένων, αλλά και με τη συμμετοχή τους στις αγροτικές εργασίες. Η προκοπή τους φαίνεται στο νοικοκυριό τους και στολίδια τους είναι η υπομονή και η σεμνότητα.




Τα άσπρα φόντα
Φωτογράφισε πολύ κόσμο ο Κώστας Ρούσσης, άντρες και γυναίκες, που τους έβαζε να καθίσουν μπροστά από ένα άσπρο σεντόνι, το οποίο κάποιος κρατούσε τεντωμένο, σαν φόντο, πίσω από το κεφάλι τους. Ήταν δύσκολο τότε να βρεθεί στη χτισμένη από γκρίζα πέτρα Ζαγορά άσπρος τοίχος στο ύπαιθρο, και ο πλανόδιος φωτογράφος χρησιμοποιούσε για στιγμιαία φόντα -όσο διαρκεί το κλικ της μηχανής- άσπρα σεντόνια.
Κάθε φορά ένας συγγενής ή ένας γείτονας, με σχεδόν ιερατικό τρόπο, βαστούσε το τεντωμένο πανί και διεκπεραίωνε τον τελετουργικό του ρόλο. Οι φωτογραφίες αυτές θυμίζουν ένα έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όπου η Αγία Βερενίκη κρατάει το Ιερό Μανδήλιο, ένα άσπρο πανί με το κεφάλι του Χριστού ζωγραφισμένο πάνω τον.

Ο Κώστας Ρούσσης, χάρη στην καλλιτεχνική του ευαισθησία, είδε την ομορφιά της σκηνής και τη συμπεριέλαβε ολόκληρη στο καντράν της μηχανής του. Το ένστικτο του τον οδηγεί να αντιληφθεί την εικαστική σημασία του γεγονότος. Στα μάτια του το πορτρέτο του βοηθού είναι εξίσου σημαντικό με αυτό του μοντέλου.Έτσι, με την αφορμή μιας απλής φωτογραφίας για ταυτότητα, έχουμε διπλά πορτρέτα μοναδικής φρεσκάδας και φυσικότητας. Κι αυτά τα δευτερεύοντα πρόσωπα γίνονται μέρος του μικρού θαύματος της φωτογράφισης, λαμβάνουν μέρος στο μικρό έργο που στήνει ο Κώστας Ρούσσης.


Η ευθύτητά του και η έμφυτη οικολογική του συνείδηση είναι φανερές σε κάθε φωτογραφία, γιατί να σπαταληθεί μια φωτογραφική πλάκα για ένα μόνο πρόσωπο, ενώ χωρούν δύο; Η σκηνοθεσία που ο ίδιος είχε στήσει αποκαλύπτεται μέσα στην ίδια τη φωτογραφία κάθε φορά. Όμως στο φιλμ καταγράφεται και το παρασκήνιο, μήπως χρειαστεί για κάποια μελλοντική χρήση. 


Το τεκμήριο της πράξης της φωτογράφισης εμπεριέχεται στη φωτογραφία. Η έννοια της διατήρησης όχι μόνο του περιστασιακά ζητούμενου θέματος αλλά και της διαδικασίας της δημιουργίας του είναι από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις εικόνες του Κώστα Ρούσση. Ο φωτογράφος, με αφορμή ένα πρόσωπο, έχοντας αίσθηση της οικονομίας των υλικών αλλά και της κάθε στιγμής της ζωής μας, καταγράφει ένα ντοκουμέντο.




Οι στάσεις των σωμάτων, οι χειρονομίες, τα πανιά (άλλοτε εντελώς τεντωμένα και άλλοτε κρατημένα χαλαρά, ώστε η πάνω πλευρά τους να γίνεται καμπύλη), η όλη ατμόσφαιρα των φωτογραφιών του αυτών θυμίζουν έντονα σκηνές αρχαίας εικονογραφίας αλλά και σκηνές από τη ζωγραφική του Μόραλη, ιδιαίτερα την ενότητα έργων «Επιθαλάμια». 




Ορισμένες μοιάζουν συγκλονιστικά με τη «δεξίωση» στις αρχαίες ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες: δύο άνθρωποι χαιρετιούνται με το δεξί τους χέρι. 
Εδώ οι στάσεις των σωμάτων που δίνουν το χέρι λίγο διαφέρουν από τις δεξιώσεις. Στις φωτογραφίες αυτές του Κώστα Ρούσση, λοιπόν, όλα (το πρόσωπο που φωτογραφίζεται, το άσπρο πανί πίσω του και, ακόμα πιο πίσω, το άλλο πρόσωπο, που κρατά το πανί) έχουν λόγο ύπαρξης.

Όμως, χάρη στην ευαισθησία του καλλιτέχνη, τους προσδίδεται η ίδια βαρύτητα κι έχουν την ίδια αξία στη σοφή σύνθεση. Να προστεθεί εδώ πως η παρουσία του βοηθητικού προσώπου, του κομπάρσου, παρέχει στοιχεία για το κεντρικό πρόσωπο και αποτελεί το συμπλήρωμά του. 
Με απόλυτη φυσικότητα φωτογραφίζονται οι κομπάρσοι αυτοί, γιατί απλώς δεν γνωρίζουν πως ο φωτογράφος τούς συμπεριλαμβάνει στο θέμα του. Μια μητέρα κρυμμένη πίσω από το σεντόνι καμαρώνει το παιδάκι που φωτογραφίζεται. Μια γιαγιά κοιτά με ικανοποίηση το εγγόνι της. Μια γυναίκα το σύζυγο της.




Το απόλυτα σκέτο φόντο (σε αντίθεση με αυτές τις χαριτωμένες σκηνές του Ρούσση) στα πορτρέτα του Φαγιούμ και στις φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον απομονώνει και υμνεί τη μοναδικότητα του κάθε μοντέλου, του ανθρώπινου προσώπου ως ανεπανάληπτου γεγονότος.

Σ’ αυτά καμιά περιττή πληροφορία δεν υπάρχει από το περιβάλλον για να αποτρέψει ή να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από το θέμα στο οποίο έχει εστιαστεί η προσοχή του φωτογράφου ή του ζωγράφου, αντίστοιχα. Στην περίπτωση του Άβεντον, το πρόσωπο και το σώμα μάς αποκαλύπτονται στη φωτογραφία κατά ένα συγκλονιστικό τρόπο. Η ατομικότητα του μοντέλου γίνεται καταπέλτης. Σε αντίθεση με αυτά τα αρχαία και σύγχρονα πορτρέτα, οι φωτογραφίες του Ρούσση απεικονίζουν ανθρώπους όχι απομονωμένους στην ψυχρή έρημο του πουθενά, αλλά κάποιους που, σαν σε παιχνίδι, μένουν απομονωμένοι από τους άλλους για δευτερόλεπτα. Την οδυνηρή απομόνωση που βίωσε ο ίδιος στην προσωπική του ζωή δεν θέλει να την επιβάλει σε κανέναν, ούτε καν στη λίγη ώρα που διαρκεί η φωτογράφιση.



Όταν, στην αρχή της δεκαετίες του ’70, ο Κώστας Ρούσσης έπαψε να βγάζει φωτογραφίες, και ενώ ο ξάδελφος του έκαψε όλο το φωτογραφικό αρχείο του για να γίνει παπάς, εκείνος περιέσωσε το δικό του. Το φύλαξε ως κόρη οφθαλμού, προστατεύοντας τα αρνητικά μέσα σ’ ένα μπαουλάκι. Το κουβαλούσε μαζί του για χρόνια στις σπηλιές και στα ερειπωμένα, ακατάλληλα για κατοίκηση σπίτια, όπου η μεγάλη του φτώχεια τον ανάγκαζε να ζει.

 


Αξιοποίησε και το τελευταίο εκατοστό από τα φιλμ που πέρασαν από τα χέρια του. Η μοναδικότητα του αρχείου αυτού δεν είναι άλλη από τη μοναδικότητα της ίδιας του της ζωής. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατέγραψε στις φωτογραφίες του το ομαδικό πορτρέτο μιας μικρής κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο που ο Ουαλός Ντύλαν Τόμας έκανε στο “Κάτω απ’ το Γαλατόδασος” το ποιητικό πορτρέτο ενός χωριού.

Θα τον σκέφτομαι πάντα σαν μια μοναχική μορφή να δρασκελίζει βράχια, να ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα χιλιόμετρα απ’ το χωριό ως τη θάλασσα, να κατοικεί σε σπηλιές και σ’ ερείπια. Να περιπλανιέται στις κορυφές της Ζαγοράς, σαν άλλος Θεόφιλος, κρατώντας στην αγκαλιά του αυτή τη μικρή κιβωτό με όλα τα πρόσωπα των συγχωριανών του μέσα της.
Ευφροσύνης Κ. Δοξιάδη


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011



Στις 28 Οκτωβρίου 1957 η σωρός του Καζαντζάκη παραμένει στο νεκροτομείο. Οι διαδικασίες για τη μεταφορά πολλές και χρονοβόρες και η ελπίδα να μεταφερθεί  με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, ύστερα από μεσολάβηση του Αριστοτέλη Ωνάση, για άγνωστους λόγους δεν καρποφορεί. Η οδική μεταφορά ήταν η μόνη λύση, προκειμένου να ικανοποιηθεί η τελευταία επιθυμία του Καζαντζάκη να ταφεί στα πάτρια χώματα.

Το 1945 στην Κρήτη. Εκεί όπου φύτρωναν καλαμπόκια και τάφοι...
   Σ' αυτά τα πάτρια χώματα αναφέρεται ο συγγραφέας στο έργο του "Ο Καπετάν Μιχάλης, Ελευθερία ή Θάνατος" (Αθήνα 2003, σ. 9-10)  και από τον πρόλογό του, που έγραψε λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μεταφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα. Ίσως δεν έχει την άμεση σχέση με το ζήτημα του θανάτου, έχει όμως σχέση με τη σημερινή εθνική επέτειο και με τη διαπίστωση (πικρή ή όχι εναπόκειται στην κρίση του καθενός) ότι 58 χρόνια μετά οι διαπιστώσεις του είναι επίκαιρες, καθώς δεν έχει τίποτα αλλάξει σε αυτόν τον τόπο και στο λαό του...

[…] «Πολλοί που διάβασαν τον Καπετάν Μιχάλη θαρρούν πως τέτοια παιδιά — τέτοια αντράκια, όπως λέμε στην Κρήτη — ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε άντρες τόσο χεροδύναμοι, τόσο ψυχοδύναμοι, που ν' αγαπούν με τόση λαχτάρα τη ζωή και ν' αντικρίζουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο. Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τί θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου· τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η δύναμη αυτή, δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξες σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους· ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις, ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο.

Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τί του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους εχτρούς — εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προπάντων εσωτερικούς — ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική — θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το ‘21 — το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Ευλογημένη η σπίθα αυτή που αψηφάει τις φρόνιμες συμβουλές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του Γκρεμού, βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει η Ελλάδα τη ζωή της.
"Πατρίδα, πατρίδα", αναστενάζει ο Μακρυγιάννης,"ήσουνε άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνος ο Θεός... σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμη"! Αλήθεια μόνο ο Θεός, μόνο η σπίθα· τη στιγμή που κιντυνεύει σε μια γωνιά της Ελλάδας να σβήσει, πετιέται σε μιαν άλλη και γίνεται πυρκαγιά. […]

Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες, πολύ λογικές συμβουλές· πώς μπορεί, λένε, μια σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; Όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται· ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, που αυτός τις έπλασε με ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες· οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα· δυο οι πιο τρανές: η ελευτερία κι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος — αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα 'ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος — σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται. Θαρρείς κι είναι απαραίτητος αγώνας πολύς κι ιδρώτας πολύς για να εξαγοράσει ο άνθρωπος το δίκιο του — κι η ελευτερία είναι το πιο ακριβαγόραστο αγαθό· δε δίνεται δωρεάν μήτε από τον άνθρωπο μήτε από το Θεό· πηγαίνει από χώρα σε χώρα, όπου τη φωνάξουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνωτη, ανυπόταχτη, χωρίς συμβιβασμό. […]

"Η τύχη μάς έχει τους Έλληνες", λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, "πάντοτε ολίγους... παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά". Αυτή τη μαγιά τήνε λέω σπίθα. Είναι η σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Αυτό 'ναι το μυστικό της Ελλάδας· σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τη στάχτη ξεπετιέται ανανιωμένη. Δε θα πεθάνει λοιπόν ποτέ η ράτσα ετούτη; Δεν μπορεί να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης μήτε καν η διχόνοια; Όχι, δεν μπορεί· σίγουρα υπάρχει μέσα της κάτι το αναπάντεχο, το ανανεούμενο, το αληθινά θεϊκό·» […]

ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ