Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Εικονοστάσι λαϊκών αγίων
Πώς ένας τοπικός ερασιτέχνης φωτογράφος
απαθανάτισε τη ζωή στο Πήλιο
τις δεκαετίες του 50 και του 60


  Η υποχρεωτική έκδοση αστυνομικών ταυτοτήτων, στα μέσα της δεκαετίας του ΄50, τον έκανε φωτογράφο. Οι παλαιότεροι τον θυμούνται μετά την κυριακάτικη λειτουργία να βολτάρει ανάμεσα στους καλοντυμένους χωριανούς της Ζαγοράς, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα περασμένη χιαστί στον ώμο του, έτοιμος να τη στήσει και να δώσει σάρκα και οστά σε όλους αυτούς τους ανώνυμους που άφησαν το χνάρι τους στον τόπο και την ιστορία του. Οταν ο Κώστας Ρούσσης φύλαγε ευλαβικά τα αρνητικά των φωτογραφιών εκείνων που μέρα τη μέρα σωρεύονταν στα συρτάρια του, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι οι ταπεινές ετούτες εικόνες θα αποτελούσαν ύστερα από χρόνια πολλά την ανεκτίμητη μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Ως τα τριάντα του δεν είχε πιάσει στα χέρια φωτογραφική μηχανή. Γι΄ αυτό και όταν άρχισε να καταγράφει τη ζωή γύρω του το έκανε με την αγνή ματιά ενός παιδιού. 
Η επέτειος του «Οχι» στο Γυμνάσιο Ζαγοράς

Ανάμεσα στις πατάτες 
Οι φωτογραφίες του Ρούσση χωρίζονται σε δύο ενότητες: εκείνες που προορίζονται για ταυτότητα ή διαβατήριο, όπου στην άκρη τους, σαν σήμα κατατεθέν του καλλιτέχνη, φιγουράρουν οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί του που κρατούν το σεντόνι εν είδει φόντου, 



και εκείνες που απεικονίζουν ομαδικές σκηνές δουλειάς ή γλεντιού, αλλά και τελετές, σχολικές ή θρησκευτικές γιορτές. 


«Εκείνη την εποχή», λέει ο ίδιος, «φωτογράφισα πάρα πολύ κόσμο, όλους τους Ζαγοριανούς! Με προτιμούσαν. Ισως επειδή ξέραν τη ζωή μου, ότι ήμουν ταλαίπωρος, και το βλεπαν σαν να μου δίνουν ένα βοήθημα. Αμα ήταν μια παρέα, πέντ΄ έξι, ας πούμε, έλεγα εγώ: “Εξι φωτογραφίες στη μισή τιμή”. Φωτογράφισα λοιπόν στη Ζαγορά, Αϊ-Γιώργη και Σωτήρα, αλλά και στο Πουρί. 
Ο ξάδερφός μου είχε τους άλλους δύο μαχαλάδες της Ζαγοράς, την Αγία Κυριακή και την Περαχώρα. Αλλά αυτός ήταν αριστοτέχνης, καλλιτέχνης, ενώ εγώ ήμουν ο πλανόδιος. Μ΄ όλα ταύτα με προτιμούσαν. 

 
Πήγαινα και στο Χορευτό όταν κάναν μπάνιο κι έβγαλα και κοπέλες, νοσοκόμες, γιατρίνες που ήθελαν μια φωτογραφία με το μαγιό. Και γίνηκαν τόσο ωραίες που τις έβαλε και το Ντομινό. Τόσο πολύ ωραίες. 

  
Και άλλη μια κοπέλα την έβγαλα μέσα σε πατάτες, στο λουλούδιασμά τους, και μ΄ αυτή τη φωτογραφία παντρεύτηκε. Ζαγοριανή είναι, ζει στο Βόλο. Την έβαλα λοιπόν καταμεσής στα λουλούδια και την έβγαλα φωτογραφία.
 Ηταν πολύ όμορφη στη φωτογραφία και μ΄ αυτή ξεγέλασε τον άντρα της! Γιατί ώσπου να γνωριστούν αυτή έστειλε τη φωτογραφία. Ε, μόλις την είδε αυτός, πέταξε. Ναι, δεν είναι ψέμα. Εχει περιπέτεια η ζωή!».   



Το ύφος και το ήθος ενός σπουδαίου λαϊκού καλλιτέχνη, μιας ιδιαίτερα προικισμένης ψυχής, ξεπηδάει από κάθε κουβέντα του Ρούσση. «Τ΄ όνειρό μου ήταν να βρω ένα κορίτσι, να το αγαπήσω. Μα έφυγε τ΄ όνειρο. Ηταν τόση η πείνα και τόσες οι δυστυχίες, τόσες οι μπόρες που με δέρναν, που όλα έσβηναν μες στο μυαλό μου. Αν το καλοσκεφτείς, ένα πέρασμα είναι η ζωή! Τώρα φύγαν τα χρόνια. Από τότε που γεννήθηκα, τι τράβηξα, τι έφτιαξα. Και σκέφτομαι μόνο να ΄μαι γερός. Και παρακαλώ να ΄ρθει ένας θάνατος, πώς να σ΄ το πω, ακαριαίος. Να κοιμηθώ αποβραδίς και το πρωί να ΄μαι πεθαμένος. Αυτό είναι τώρα στο μυαλό μου». 
 
Εκδρομή στο Χορευτό
Μπροστά στον «Αλάδωτο»,ένα από τα λεωφορεία που εξυπηρετούσαν το χωριό



Με αντίτιμο μηδαμινό 
Ο Κώστας Ρούσσης διέσωσε για λογαριασμό μας έναν ολόκληρο θησαυρό προσώπων, στάσεων, βλεμμάτων και χειρονομιών- συνολικά 4.000 πόζες. Με αντίτιμο μηδαμινό, αν σκεφτεί κανείς ότι το έκανε μόνο και μόνο «για να βγάλει το ψωμί του, να πάρει μια δεκάρα». Είναι σαν να τον βλέπουμε ακόμη τώρα- σαν άλλο Θεόφιλονα οργώνει ακούραστα το Πήλιο, να απλώνει το ήμερο βλέμμα του στο τοπίο και να εντοπίζει το μέρος όπου θα στήσει τη μηχανή του.


  

Εκεί θα πάρουν θέση οι χωριανοί για τη φωτογράφιση. Λίγο πιο αριστερά ο φακός, λίγο πιο πάνω. Ακίνητοι! Μόνο ένας αυθεντικός ναΐφ, ένας τοπικός φωτογράφος χωρίς καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, μόνο κάποιος που μεγάλωσε στη φύση με τα παραμύθια των παλιών, κάποιος αλαφροΐσκιωτος και «νεραϊδοπαρμένος» θα μπορούσε να ρίξει στο φωτογραφικό χαρτί ατόφια την ανθρώπινη ψυχή και τα βάσανά της. Μόνο ένας τέτοιος καλλιτέχνης θα μπορούσε να δώσει το άρτιο αποτέλεσμα με το οποίο πλούτισε το συλλογικό βλέμμα μας ο Ρούσσης. 



 
Ο Κώστας Ρούσσης ασχολήθηκε με τη φωτογραφία τις δεκαετίες του 1960 και 1970, αποτυπώνοντας μέσα από το φακό του, πέρα από πρόσωπα, την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα της Ζαγοράς εκείνη την περίοδο. Μολονότι την ίδια εποχή δραστηριοποιούνταν και άλλοι φωτογράφοι στην περιοχή, ο Ρούσσης ήταν ο μόνος που είχε την προνοητικότητα να διαφυλάξει τα αρνητικά των φωτογραφιών, διασώζοντας έτσι και κληροδοτώντας σε μας ένα μοναδικό θησαυρό μνήμης. 
http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=250000

Θυμάμαι τον Κώστα Ρούσση τις Κυριακές τα πρωινά, που οι άντρες φορούσαν άσπρα πουκάμισα και μαζεύονταν στην πλατεία μετά τη λειτουργία της εκκλησίας. Ήταν κι αυτός εκεί, με μια φωτογραφική μηχανή με φυσούνα περασμένη χιαστί στον ώμο του. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τότε ότι εκείνες οι εικόνες θα αποτελούσαν αργότερα ανεκτίμητης αξίας μαρτυρία μιας ολόκληρης εποχής. Ο χώρος και το τοπίο βρίσκονται πάντα στο φόντο των εικόνων. Στο πρώτο πλάνο μας διαφύλαξε το σπουδαιότερο στοιχείο της κοινωνίας: τα Πρόσωπα. Για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη κλίμακα καταγράφονται τα πρόσωπα των Ανωνύμων, αυτών που σήκωσαν το βάρος της Ιστορίας". 
Φίλιππος Κουτσάφτης 




Η ιστορία δεν μνημονεύει 
ονομαστικά αυτούς που την κινούν…
 
Ηταν ένας από τους Φωτογράφους του χωριού μας, με δραστηριότητα κυρίως οτην τελευταία συνοικία, της Μεταμόρφωσης, καθώς και στο διπλανό χωριό, το Πουρί. Άσκησε αυτό το διακόνημα όχι από καλλιτεχνικά ή άλλα κίνητρα, αλλά για να βελτιώσει κάπως το ταπεινό του εισόδημα.
Άρχισε με ελάχιστα τεχνικά εφόδια, διέθετε όμως το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο εφόδιο κι αυτό ήταν η έμφυτη αγάπη του για τον άνθρωπο και την κοινότητα. Χρησιμοποίησε το φακό του σαν προέκταση της ευγένειας, της εντιμότητας και της αθωότητας του βλέμματος του και πολύ γρήγορα βρήκε τον τρόπο να εκφράζεται. Επιπλέον, αυτή του η ιδιότητα, του φωτογράφου, έδωσε και στον ίδιο μια νέα ταυτότητα.
Φωτογράφιζε μόνο κατόπιν παραγγελίας. Ο χώρος και το τοπίο βρίσκονται πάντα στο φόντο των εικόνων, ενώ στο πρώτο πλάνο μάς διαφύλαξε το σπουδαιότερο στοιχείο της κοινωνίας: τα ΠΡΟΣΩΠΑ. Χιλιάδες πρόσωπα, σε όλες τις ηλικίες και σε όλες τις δραστηριότητες, γίνονται οι πρωταγωνιστές αυτών των εικόνων.

Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 είχε συντελεστεί, ασφαλώς, ακόμα και στην Ελλάδα, η λεγόμενη βιομηχανική επανάσταση. Στα πεδινά εφαρμοζόταν η μηχανική καλλιέργεια, όπως για παράδειγμα στο γειτονικό μας θεσσαλικό κάμπο. Αλλά σε μας, επειδή απλώς βρισκόμαστε πίσω από το βουνό, (Ζαγορά, στα σλάβικα, σημαίνει «πίσω από το βουνό». Κι αυτή είναι μία από τις επικρατέστερες εκδοχές για την ονομασία του χωριού),  όλα τα πράγματα έφθαναν με καθυστέρηση. Ετσι, εκείνα τα χρόνια ζούσαμε το τέλος του παλιού κόσμου (της λεγόμενης γεωργικής περιόδου), που αφού είχε διαρκέσει χιλιάδες χρόνια, τέλειωνε στις μέρες μας. Ζούσαμε στο μεταίχμιο της αλλαγής των δύο κόσμων κι αυτό ακριβώς είναι αποτυπωμένο στις εικόνες του Κώστα Ρούσση.




Κοίταξα πολλές φορές και συνεχίζω να κοιτάζω το αρχείο αυτών των σπάνιων φωτογραφιών του Κώστα Ρούσση. Και κάθε φορά αισθάνομαι συγκλονισμένος για τα τόσα πολλά επίπεδα ανάγνωσης, για τη δική του αισθητική πληρότητα, για την τόλμη και την ευγένεια του βλέμματος του, για τη δύναμη της μνήμης.

Μέσα από τις μοναδικές αυτές εικόνες, είδα τον εαυτό μου, τον αδελφό μου και τους συγγενείς, είδα όλη την κοινότητα, το πρόσωπο της μικρής μας κοινωνίας, να παλεύει σκληρά στα χωράφια με τα ζώα, να συμμετέχει στην ακολουθία του Επιταφίου και της Ανάστασης, να βρίσκεται στις γορτές που γίνονταν στα ξωκλήσια, να ανοίγει δρόμο στα χιόνια.



 Τους είδα να κάθονται μπροστά στα άσπρα σεντόνια, κατ’ ενώπιον, και να κοιτούν κατευθείαν το φακό, χωρίς ύφος, χωρίς επιτήδευση, με την ίδια απλότητα που και ο ίδιος ο φωτογράφος τούς προσέγγιζε. Και, μέσα σ’ αυτή την ελάχιστη στιγμή του χρόνου, βλέπεις να περιέχεται ολόκληρη η ζωή τους.
Τα φιλμ αυτά, ως κομμάτι της ζωής του, ο Κώστας Ρούσσης τα διαφύλαξε και τον ακολούθησαν σ’ όλες τις περιπέτειες του βίου του. Ωστόσο η υγρασία και οι ακατάλληλες συνθήκες επέφεραν σε κάποια μια ελαφρά ή πιο σοβαρή αλλοίωση, που ήρθε σαν τη θεά Τύχη, με τον αόρατο χρωστήρα της, να βάλει πάνω στις εικόνες, πάνω στα πρόσωπα, αλλού ένα  σύννεφο, αλλού σκιές, αλλού φωτοστέφανα….






 Μ’ εκείνη τη μικρή μηχανή, εκείνο το σαραβαλάκι…
Με μιά φθηνή σχεδόν παιδική μηχανή στο χέρι, έγινε για είκοσι χρόνια ο αποκλειστικός φωτογράφος στους δύο από τους τέσσερις μαχαλάδες του χωριού, στη Σωτήρα και στον Άγιο Γεώργιο, καθώς και στο γειτονικό Πουρί, που εκείνη την εποχή το θεωρούσαν «τέρμα Θεού». Τότε τα μέρη αυτά ήταν απομονωμένα. Τόποι ορεινοί, μακριά από τον εύφορο κάμπο τα μεταφορικά μέσα περιορισμένα, οι ανέσεις ανύπαρκτες, η οικονομική κατάσταση δύσκολη.
 
Οι φωτογραφίες του Κώστα Ρούσση συγκροτούν δύο ενότητες. Η πρώτη περιλαμβάνει τις φωτογραφίες για ταυτότητα ή διαβατήριο σε άσπρο φόντο. Σ’ αυτές τις φωτογραφίες υπάρχει ένα εύρημα του Κώστα Ρούσση μοναδικό εκτός από το μοντέλο, απεικονίζονται και οι σοβαροί, πρόθυμοι βοηθοί, καθώς βαστούν το σεντόνι που χρησιμεύει για φόντο.  
Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει ομαδικές σκηνές συλλογικής δουλειάς (όπως το χτίσιμο των σπιτιών,το μάζεμα των μήλων και της ελιάς), αλλά και οικογενειακά πορτρέτα, γλέντια τελετές, σχολικές και θρησκευτικές γιορτές, στην εκκλησία, Επιτάφιο και Ανάσταση και, βέβαια, φωτογραφίες που μαρτυρούν τη στενή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων, όλα τεκμήρια ενός τρόπου ζωής χαμένου πια για πάντα.
Ο Κώστας Ρούσσης ως τα τριάντα του χρόνια, τότε δηλαδή που άρχισε να φωτογραφίζει, δεν είχε πιάσει στα χέρια του φωτογραφική μηχανή.  ‘Αρχισε, με την αγνότητα παιδιού, να καταγράφει τη ζωή γύρω του.
 Αποτύπωσε την καθημερινή δράση και διέσωσε την αλήθεια μιας εποχής κι ενός τόπου που συνεχίστηκε αναλλοίωτη από την αρχαιότητα ως την εποχή του, προτού χαθεί για πάντα. Μέσα από τις φωτογραφίες του βλέπουμε τη ζωή μιας συγκεκριμένης κοινωνίας στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.






 Στις φωτογραφίες του έχει διασωθεί η ζωή μιας κοινωνίας όπου η δικαίωση των ανθρώπων έρχεται από τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά και ο ανδρισμός εκφράζεται με τη μετατόπιση βράχων και το ξεχέρσωμα της γης.
Ο άνθρωπος παλεύει με τα στοιχεία της φύσης για να κερδίσει το ψωμί του και να περπατά στο χωριό με το κεφάλι ψηλά. 


 
Στις γυναίκες η δικαίωση επιτυγχάνεται με τη μητρότητα, την ανατροφή των παιδιών, τη φροντίδα του συζύγου και των ηλικιωμένων, αλλά και με τη συμμετοχή τους στις αγροτικές εργασίες. Η προκοπή τους φαίνεται στο νοικοκυριό τους και στολίδια τους είναι η υπομονή και η σεμνότητα.




Τα άσπρα φόντα
Φωτογράφισε πολύ κόσμο ο Κώστας Ρούσσης, άντρες και γυναίκες, που τους έβαζε να καθίσουν μπροστά από ένα άσπρο σεντόνι, το οποίο κάποιος κρατούσε τεντωμένο, σαν φόντο, πίσω από το κεφάλι τους. Ήταν δύσκολο τότε να βρεθεί στη χτισμένη από γκρίζα πέτρα Ζαγορά άσπρος τοίχος στο ύπαιθρο, και ο πλανόδιος φωτογράφος χρησιμοποιούσε για στιγμιαία φόντα -όσο διαρκεί το κλικ της μηχανής- άσπρα σεντόνια.
Κάθε φορά ένας συγγενής ή ένας γείτονας, με σχεδόν ιερατικό τρόπο, βαστούσε το τεντωμένο πανί και διεκπεραίωνε τον τελετουργικό του ρόλο. Οι φωτογραφίες αυτές θυμίζουν ένα έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, όπου η Αγία Βερενίκη κρατάει το Ιερό Μανδήλιο, ένα άσπρο πανί με το κεφάλι του Χριστού ζωγραφισμένο πάνω τον.

Ο Κώστας Ρούσσης, χάρη στην καλλιτεχνική του ευαισθησία, είδε την ομορφιά της σκηνής και τη συμπεριέλαβε ολόκληρη στο καντράν της μηχανής του. Το ένστικτο του τον οδηγεί να αντιληφθεί την εικαστική σημασία του γεγονότος. Στα μάτια του το πορτρέτο του βοηθού είναι εξίσου σημαντικό με αυτό του μοντέλου.Έτσι, με την αφορμή μιας απλής φωτογραφίας για ταυτότητα, έχουμε διπλά πορτρέτα μοναδικής φρεσκάδας και φυσικότητας. Κι αυτά τα δευτερεύοντα πρόσωπα γίνονται μέρος του μικρού θαύματος της φωτογράφισης, λαμβάνουν μέρος στο μικρό έργο που στήνει ο Κώστας Ρούσσης.


Η ευθύτητά του και η έμφυτη οικολογική του συνείδηση είναι φανερές σε κάθε φωτογραφία, γιατί να σπαταληθεί μια φωτογραφική πλάκα για ένα μόνο πρόσωπο, ενώ χωρούν δύο; Η σκηνοθεσία που ο ίδιος είχε στήσει αποκαλύπτεται μέσα στην ίδια τη φωτογραφία κάθε φορά. Όμως στο φιλμ καταγράφεται και το παρασκήνιο, μήπως χρειαστεί για κάποια μελλοντική χρήση. 


Το τεκμήριο της πράξης της φωτογράφισης εμπεριέχεται στη φωτογραφία. Η έννοια της διατήρησης όχι μόνο του περιστασιακά ζητούμενου θέματος αλλά και της διαδικασίας της δημιουργίας του είναι από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις εικόνες του Κώστα Ρούσση. Ο φωτογράφος, με αφορμή ένα πρόσωπο, έχοντας αίσθηση της οικονομίας των υλικών αλλά και της κάθε στιγμής της ζωής μας, καταγράφει ένα ντοκουμέντο.




Οι στάσεις των σωμάτων, οι χειρονομίες, τα πανιά (άλλοτε εντελώς τεντωμένα και άλλοτε κρατημένα χαλαρά, ώστε η πάνω πλευρά τους να γίνεται καμπύλη), η όλη ατμόσφαιρα των φωτογραφιών του αυτών θυμίζουν έντονα σκηνές αρχαίας εικονογραφίας αλλά και σκηνές από τη ζωγραφική του Μόραλη, ιδιαίτερα την ενότητα έργων «Επιθαλάμια». 




Ορισμένες μοιάζουν συγκλονιστικά με τη «δεξίωση» στις αρχαίες ανάγλυφες επιτύμβιες στήλες: δύο άνθρωποι χαιρετιούνται με το δεξί τους χέρι. 
Εδώ οι στάσεις των σωμάτων που δίνουν το χέρι λίγο διαφέρουν από τις δεξιώσεις. Στις φωτογραφίες αυτές του Κώστα Ρούσση, λοιπόν, όλα (το πρόσωπο που φωτογραφίζεται, το άσπρο πανί πίσω του και, ακόμα πιο πίσω, το άλλο πρόσωπο, που κρατά το πανί) έχουν λόγο ύπαρξης.

Όμως, χάρη στην ευαισθησία του καλλιτέχνη, τους προσδίδεται η ίδια βαρύτητα κι έχουν την ίδια αξία στη σοφή σύνθεση. Να προστεθεί εδώ πως η παρουσία του βοηθητικού προσώπου, του κομπάρσου, παρέχει στοιχεία για το κεντρικό πρόσωπο και αποτελεί το συμπλήρωμά του. 
Με απόλυτη φυσικότητα φωτογραφίζονται οι κομπάρσοι αυτοί, γιατί απλώς δεν γνωρίζουν πως ο φωτογράφος τούς συμπεριλαμβάνει στο θέμα του. Μια μητέρα κρυμμένη πίσω από το σεντόνι καμαρώνει το παιδάκι που φωτογραφίζεται. Μια γιαγιά κοιτά με ικανοποίηση το εγγόνι της. Μια γυναίκα το σύζυγο της.




Το απόλυτα σκέτο φόντο (σε αντίθεση με αυτές τις χαριτωμένες σκηνές του Ρούσση) στα πορτρέτα του Φαγιούμ και στις φωτογραφίες του Ρίτσαρντ Άβεντον απομονώνει και υμνεί τη μοναδικότητα του κάθε μοντέλου, του ανθρώπινου προσώπου ως ανεπανάληπτου γεγονότος.

Σ’ αυτά καμιά περιττή πληροφορία δεν υπάρχει από το περιβάλλον για να αποτρέψει ή να αποσπάσει την προσοχή του θεατή από το θέμα στο οποίο έχει εστιαστεί η προσοχή του φωτογράφου ή του ζωγράφου, αντίστοιχα. Στην περίπτωση του Άβεντον, το πρόσωπο και το σώμα μάς αποκαλύπτονται στη φωτογραφία κατά ένα συγκλονιστικό τρόπο. Η ατομικότητα του μοντέλου γίνεται καταπέλτης. Σε αντίθεση με αυτά τα αρχαία και σύγχρονα πορτρέτα, οι φωτογραφίες του Ρούσση απεικονίζουν ανθρώπους όχι απομονωμένους στην ψυχρή έρημο του πουθενά, αλλά κάποιους που, σαν σε παιχνίδι, μένουν απομονωμένοι από τους άλλους για δευτερόλεπτα. Την οδυνηρή απομόνωση που βίωσε ο ίδιος στην προσωπική του ζωή δεν θέλει να την επιβάλει σε κανέναν, ούτε καν στη λίγη ώρα που διαρκεί η φωτογράφιση.



Όταν, στην αρχή της δεκαετίες του ’70, ο Κώστας Ρούσσης έπαψε να βγάζει φωτογραφίες, και ενώ ο ξάδελφος του έκαψε όλο το φωτογραφικό αρχείο του για να γίνει παπάς, εκείνος περιέσωσε το δικό του. Το φύλαξε ως κόρη οφθαλμού, προστατεύοντας τα αρνητικά μέσα σ’ ένα μπαουλάκι. Το κουβαλούσε μαζί του για χρόνια στις σπηλιές και στα ερειπωμένα, ακατάλληλα για κατοίκηση σπίτια, όπου η μεγάλη του φτώχεια τον ανάγκαζε να ζει.

 


Αξιοποίησε και το τελευταίο εκατοστό από τα φιλμ που πέρασαν από τα χέρια του. Η μοναδικότητα του αρχείου αυτού δεν είναι άλλη από τη μοναδικότητα της ίδιας του της ζωής. Μέσα σε είκοσι χρόνια κατέγραψε στις φωτογραφίες του το ομαδικό πορτρέτο μιας μικρής κοινωνίας, με τον ίδιο τρόπο που ο Ουαλός Ντύλαν Τόμας έκανε στο “Κάτω απ’ το Γαλατόδασος” το ποιητικό πορτρέτο ενός χωριού.

Θα τον σκέφτομαι πάντα σαν μια μοναχική μορφή να δρασκελίζει βράχια, να ανεβοκατεβαίνει κάθε μέρα χιλιόμετρα απ’ το χωριό ως τη θάλασσα, να κατοικεί σε σπηλιές και σ’ ερείπια. Να περιπλανιέται στις κορυφές της Ζαγοράς, σαν άλλος Θεόφιλος, κρατώντας στην αγκαλιά του αυτή τη μικρή κιβωτό με όλα τα πρόσωπα των συγχωριανών του μέσα της.
Ευφροσύνης Κ. Δοξιάδη


Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011



Στις 28 Οκτωβρίου 1957 η σωρός του Καζαντζάκη παραμένει στο νεκροτομείο. Οι διαδικασίες για τη μεταφορά πολλές και χρονοβόρες και η ελπίδα να μεταφερθεί  με αεροπλάνο της Ολυμπιακής, ύστερα από μεσολάβηση του Αριστοτέλη Ωνάση, για άγνωστους λόγους δεν καρποφορεί. Η οδική μεταφορά ήταν η μόνη λύση, προκειμένου να ικανοποιηθεί η τελευταία επιθυμία του Καζαντζάκη να ταφεί στα πάτρια χώματα.

Το 1945 στην Κρήτη. Εκεί όπου φύτρωναν καλαμπόκια και τάφοι...
   Σ' αυτά τα πάτρια χώματα αναφέρεται ο συγγραφέας στο έργο του "Ο Καπετάν Μιχάλης, Ελευθερία ή Θάνατος" (Αθήνα 2003, σ. 9-10)  και από τον πρόλογό του, που έγραψε λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, μεταφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα. Ίσως δεν έχει την άμεση σχέση με το ζήτημα του θανάτου, έχει όμως σχέση με τη σημερινή εθνική επέτειο και με τη διαπίστωση (πικρή ή όχι εναπόκειται στην κρίση του καθενός) ότι 58 χρόνια μετά οι διαπιστώσεις του είναι επίκαιρες, καθώς δεν έχει τίποτα αλλάξει σε αυτόν τον τόπο και στο λαό του...

[…] «Πολλοί που διάβασαν τον Καπετάν Μιχάλη θαρρούν πως τέτοια παιδιά — τέτοια αντράκια, όπως λέμε στην Κρήτη — ποτέ δεν υπήρξαν, ούτε άντρες τόσο χεροδύναμοι, τόσο ψυχοδύναμοι, που ν' αγαπούν με τόση λαχτάρα τη ζωή και ν' αντικρίζουν με τόση περιφρόνηση το θάνατο. Πώς να πιστέψουν οι άπιστοι τί θάματα μπορεί να γεννήσει η πίστη; Ξεχνούν πως η ψυχή του ανθρώπου γίνεται παντοδύναμη, όταν συνεπαρθεί από μια μεγάλη ιδέα. Τρομάζεις όταν, ύστερα από πικρές δοκιμασίες, καταλάβεις πως μέσα μας υπάρχει μια δύναμη που μπορεί να ξεπεράσει τη δύναμη του ανθρώπου· τρομάζεις, γιατί από τη στιγμή που θα καταλάβεις πως υπάρχει η δύναμη αυτή, δεν μπορείς πια να βρεις δικαιολογίες για τις ασήμαντες ή άναντρες πράξες σου, για τη ζωή σου τη χαμένη, ρίχνοντας το φταίξιμο στους άλλους· ξέρεις πια πως εσύ, όχι η τύχη, όχι η μοίρα, μήτε οι άνθρωποι γύρα σου, εσύ μονάχα έχεις, ό,τι κι αν κάμεις, ό,τι κι αν γίνεις, ακέραιη την ευθύνη. Και ντρέπεσαι τότε να γελάς, ντρέπεσαι να περγελάς αν μια φλεγόμενη ψυχή ζητάει το αδύνατο.

Καλά πια καταλαβαίνεις πως αυτή 'ναι η αξία του ανθρώπου: να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο· και να 'ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει, αν δεν ακούσει τί του κανοναρχάει η λογική, μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη, με πείσμα να κυνηγάει το αδύνατο, τότε γίνεται το θάμα, που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δε θα μπορούσε να το μαντέψει: το αδύνατο γίνεται δυνατό.

Το ελληνικό Γένος αν σώθηκε ως τα σήμερα, αν επέζησε ύστερα από τόσους εχτρούς — εξωτερικούς κι εσωτερικούς, προπάντων εσωτερικούς — ύστερα από τόσους αιώνες κακομοιριά, σκλαβιά και πείνα, το χρωστάει όχι στη λογική — θυμηθείτε τους τρεις εμποράκους που ίδρυσαν τη Φιλική Εταιρεία, θυμηθείτε το ‘21 — το χρωστάει στο θάμα. Στην ακοίμητη σπίθα που καίει μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Ευλογημένη η σπίθα αυτή που αψηφάει τις φρόνιμες συμβουλές της λογικής, κι όταν φτάσει το Γένος στα χείλια του Γκρεμού, βάζει φωτιά σε ολόκληρη την ψυχή και φέρνει το θάμα. Στα θάματα χρωστάει η Ελλάδα τη ζωή της.
"Πατρίδα, πατρίδα", αναστενάζει ο Μακρυγιάννης,"ήσουνε άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνος ο Θεός... σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμη"! Αλήθεια μόνο ο Θεός, μόνο η σπίθα· τη στιγμή που κιντυνεύει σε μια γωνιά της Ελλάδας να σβήσει, πετιέται σε μιαν άλλη και γίνεται πυρκαγιά. […]

Πάλι οι φρόνιμοι, οι λιγόπιστοι, δίνουν νηφάλιες, πολύ λογικές συμβουλές· πώς μπορεί, λένε, μια σπίθα φως να τα βάλει με τόσο παντοδύναμο σκοτάδι; Όμως ο αληθινός άντρας δεν απελπίζεται· ξέρει αυτός πως στον άτιμο, αλλοπρόσαλλο τούτον κόσμο ζουν, ας είναι και σε λιγοστά στήθια, μερικές θεμελιακές αρχές, θυγατέρες του ανθρώπου, που αυτός τις έπλασε με ιδρώτα, αίμα και κλάματα, κι είναι αθάνατες· οι περισσότερες γεννήθηκαν στην Ελλάδα· δυο οι πιο τρανές: η ελευτερία κι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου.

Υπάρχει στον κόσμο τούτον ένας μυστικός νόμος — αν δεν υπήρχε, ο κόσμος θα 'ταν από χιλιάδες χρόνια χαμένος — σκληρός κι απαραβίαστος: το κακό πάντα στην αρχή θριαμβεύει και πάντα στο τέλος νικάται. Θαρρείς κι είναι απαραίτητος αγώνας πολύς κι ιδρώτας πολύς για να εξαγοράσει ο άνθρωπος το δίκιο του — κι η ελευτερία είναι το πιο ακριβαγόραστο αγαθό· δε δίνεται δωρεάν μήτε από τον άνθρωπο μήτε από το Θεό· πηγαίνει από χώρα σε χώρα, όπου τη φωνάξουν, από καρδιά σε καρδιά, ανύπνωτη, ανυπόταχτη, χωρίς συμβιβασμό. […]

"Η τύχη μάς έχει τους Έλληνες", λέει πάλι ο Μακρυγιάννης, "πάντοτε ολίγους... παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θερία πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε από μας και μένει και μαγιά". Αυτή τη μαγιά τήνε λέω σπίθα. Είναι η σπίθα που καίει αθάνατη μέσα στα σωθικά της Ελλάδας.

Αυτό 'ναι το μυστικό της Ελλάδας· σαν το παραμυθένιο πουλί καίγεται, γίνεται στάχτη, κι από τη στάχτη ξεπετιέται ανανιωμένη. Δε θα πεθάνει λοιπόν ποτέ η ράτσα ετούτη; Δεν μπορεί να την εξαφανίσει από το πρόσωπο της γης μήτε καν η διχόνοια; Όχι, δεν μπορεί· σίγουρα υπάρχει μέσα της κάτι το αναπάντεχο, το ανανεούμενο, το αληθινά θεϊκό·» […]

ΜΟΥΣΕΙΟ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ


Η απολογία του Νίκου Καζαντζάκη στην ανακριτική αρχή του Ηρακλείου, που δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 1925, δεν αποτελεί μόνο ένα έξοχο πολιτικό κείμενο αλλά είναι και δραματικά επίκαιρη σήμερα, την εποχή της κρίσης. Μιας εποχής που η σύγχιση, οι πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις αλλά και αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο κυριαρχούν.

Παρακάτω, παραθέτουμε ένα τμήμα της διάσημης "απολογίας του Καζαντζάκη"
1- Πιστεύω ότι το σύγχρονον αστικόν καθεστώς κατέστη ανίκανον να ρυθμίσει τας συγχρόνους ανάγκας και ανησυχίας του κοινωνικού συνόλου.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΣ.-Στηρίζεται εις την άνισον κατανομήν του πλούτου, εις την ασύστολον εκμετάλλευσιν των εργαζομένων τάξεων υπό αρπακτικής ισχυρώς ωργανωμένης κεφαλαιοκρατίας.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΣ.-Η ολοένα καταρρέουσα ηθική βάσις εις τας σχέσεις μεταξύ των ατόμων, παραλύει οιανδήποτε, εντός του αστικού καθεστώτος, προσπάθειαν όπως στηριχθή επί ηθικών αρχών ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ.-Η σχεδόν καθολική έλλειψις κάθε ενδιαφέροντος δια τα κοινά, ή σχεδόν αποκλειστική εξυπηρέτησις της αρχούσης τάξεως υπό της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας, εις βάρος της μεγίστης πλειονοψηφίας του λαού, καθιστά ανεπαρκή και επιπολαίαν οιανδήποτε αλλαγήν προσώπων ή θεσμού.

Ταύτα πάντα θεωρώ συμπτώματα της παρακμής μιας τάξεως. Η αστική τάξις απέδωκεν-και εις θαυμαστήν ποσότητα και ποιότητα-ό,τι ηδύνατο εις την σκέψιν, εις την τέχνην, εις την επιστήμην, εις την πράξιν. Επάλαισεν εναντίον της προηγούμενης της Φεουδαλικής ιδεολογίας, ενίκησεν, εδημιούργησεν, εξετέλεσεν τον προορισμόν της-αρχίζει ν’ αποσυντίθεται και να βαίνει εις εξαφάνισιν.

Τοιούτος υπήρξε πάντοτε ο ρυθμός της ιστορίας. Μια τάξις, εκάστοτε εναλάσσουσα-οι βασιλείς, οι ευγενείς, οι αστοί-γεννάται, παλαίει, νικά, δημιουργεί, και εξαφανίζεται. Και άλλη τάξις την διαδέχεται, διαγράφουσα και αυτή, εις την πάροδον των αιώνων, την ιδίαν μοιραίαν τροχιάν.

Ζώμεν, ακλονήτως πιστεύω, το τέλος μιας κοινωνικής τάξεως, της αστικής.

ΙΙ- Ποία τάξις θα την διαδεχθή; Η τάξις των εργαζομένων-είτε εργάται είνε ούτοι, είτε αγρόται, είτε πνευματικοί παραγωγοί.

Η τάξις αύτη διήλθε προς ενός ήδη αιώνος, το πρώτον στάδιον της πορείας της, καθ’ ό προσεπάθει να εξεγείρη τις τας τάξεις των αστών το αίσθημα της φιλανθρωπίας και δικαιοσύνης, υπέρ των πεινώντων και αδικουμένων και ικέτευεν εξ ονόματος υψηλών ηθικών αρχών, να βελτιωθούν οι όροι της ζωής.

Ταχέως όμως σαφώς αντελήφθη ότι η πάλη των τάξεων είνε νόμος ιστορικός, αναπόφευκτος και όπως τα άτομα ούτω και οι λαοί, ούτω και αι κοινωνικαί τάξεις, διατρέχουν μοιραίως τα στάδια της γεννήσεως, της ακμής και της φθοράς.

Ουδεμία τάξις έμενε δια παντός εις την εξουσίαν. Η αστική τάξις θ’ ακολουθήση και αυτή, τον απαράγραπτον φυσιολογικόν νόμον και τότε η τάξις των εργαζομένων μοιραίως θα την διαδεχθή.

Η επίγνωσις αύτη κατέστη η αφετηρία μιας νέας όλως βαθυτέρας, αντιλήψεως των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της τάξεως των εργαζομένων. Αντελήφθη δια πρώτην φοράν ότι χρέος έχει να οργανωθεί, να μορφωθή, να διατυπώση ωρισμένον πρόγραμμα, αφού είνε κεκλημένη, από ιστορικήν ανάγκην αργά ή γρήγορα να διαδεχθή την άρχουσαν σήμερον αστικήν τάξιν.

Τοιουτοτρόπως συγάσσονται, συνειδητά πλέον, αναγκασμέναι από τον ιστορικόν ρυθμόν, τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα.

Τον ρυθμόν τούτον επετάχυνεν απροσδοκήτως ο εκραγείς παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος ούτος μετέβαλε την ψυχικήν ατμόσφαιραν του κόσμου ότι θ’ απήτει γενεά ολόκληρος δια να γίνη καταληπτόν έπειτα από την φοβεράν ταύτην δοκιμασίαν της ανθρωπότητος, αμέσως όχι μόνον γίνεται ιδέα αντιληπτή, αλλά και αγωνίζεται να μετουσιωθή εις πράξιν.

Η ψυχική αύτη μεταπολεμική αγωνία η οξεία συναίσθησις πως είνε ανάγκη πλέον να εξευρεθή μια λύτρωσις από την οικονομικήν αυτήν κοινωνικήν πολιτικήν και πνευματικήν αθλιότητα, αποτελεί σήμερον την Μεγάλην παγκόσμιον Πραγματικότητα.

ΙΙΙ- Απέναντι της Μεγάλης ταύτης παγκοσμίου Πραγματικότητος, έχομεν την Μικράν πραγματικότητα την καθαρώς τοπικήν της Ελλάδος.

Ποία είνε η Ελληνική αύτη πραγματικότης και ποία κατ’ ανάγκην ανακύπτει η σχέσις μεταξύ της Μεγάλης και της Μικράς Πραγματικότητας;

Μόνον εάν σαφώς απαντήσωμεν εις το ερώτημα τούτο θα ημπορέσωμεν ν’ αντιληφθώμεν το σύγχρονον ημών χρέος ως Ελλήνων και ως ανθρώπων.

Εις την Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμη εις τόσην οξύτητα και έντασιν όσον εις άλλους βιομηχανικώς ή πνευματικώς περισσότερον προηγουμένας χώρας, η σαφής διαγραφή της πάλης των τάξεων. Εν τούτοις, σήμερον, με τα μέσα της συγκοινωνίας, με τα βιβλία, με τας εφημερίδας, με τας διαλέξεις, με την εργατικήν παγκόσμιον αλληλεγγύην, με την φοβεράν και γονιμωτάτην πείραν του μακροχρονίου πολέμου, μία Ιδέα δεν δύναται να εντοπισθή εις μίαν χώραν, αλλά υπερπηδά ταχύτατα τα σύνορα και διατρέχει όλην την γην.

Δια τούτο, είτε θέλομεν είτε μη, είτε είμεθα ώριμοι είτε μη, η παγκόσμιος αύτη Ιδέα, η οποία εις πολλάς ήδη χώρας ήρχισε να μεταβάλλεται εις τεραστίαν δύναμιν-θα παρασύρη και την Ελλάδα, χωρίς να την περιμένει να ωριμάση Βιομηχανικώς ή πνευματικώς. Η μικρά τοπική πραγματικότης θα παρασυρθή από την Μεγάλην.

Ποίον λοιπόν είναι το χρέος μας; Πιστεύω βαθύτατα ότι το χρέος των δυνάμενων να έχωσιν επίδρασιν εις τον τόπον μας, είτε επί του πεδίου της σκέψεως είτε επί του πεδίου της δράσεως είναι τούτο:

Να προσαρμόσωμεν την μικράν μας Πραγματικότητα εις την Μεγάλην. Πώς; Μορφώνοντες, φωτίζοντες τον λαόν, τονώνοντες τας ανωτέρας ηθικάς Αρχάς που απομένουν ακόμη, καταδεικνύοντες όχι μόνον πλέον τα δικαιώματα, αλλά και τας υποχρεώσεις άς έχει μία τάξις ήτις μέλλει ν’ αναλάβη ευθύνας.

Μόνον εάν τοιουτοτρόπως προπαρασκευάσωμεν τον λαόν, θα είμεθα εις θέσιν, όταν θα έλθη η μοιραία κρίσιμος στιγμή, να προσαρμόσωμεν την σημερινήν παγκόσμιον ορμήν προς αναδημιουργίαν με τας ιδιαιτέρας συνθήκας του τόπου μας, με την ειδικήν ψυχολογίαν της ιστορίας και του λαού μας.

Ο αγών, όπως τον αντιλαμβάνωμαι, δεν είναι απλώς οικονομικός. Η οικονομική χειραφέτησις είναι μόνον μέσον προς ψυχικήν και πνευματικήν χειραφέτησιν του ανθρώπου. Δεν ζητούμεν ν’ ανατρέψωμεν την θρησκείαν, την οικογένειαν, την Πατρίδα, αλλά να δώσωμεν ανώτερον, βαθύτερον περιεχόμενον εις την θρησκείαν, εις την οικογένειαν, εις την Πατρίδα.

Ολοι, όσοι πονούμεν τον άνθρωπον, έχομεν χρέος α) να μην ανεχώμεθα πλέον την αδικίαν και την ανηθικότητα της συγχρόνου κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής β) να διασώσωμεν και να τονίσωμεν το δικαίωμα, το οποίον έχει ο λαός να θέλη να βελτιώση την θέσιν του. Και όχι μόνον το δικαίωμα αλλά και την δύναμιν να υψώση το επίπεδον της όλης ζωής του.

Σκοπός μας είναι να δημιουργήσωμεν μίαν ανωτέραν ηθικήν, να φέρωμεν δικαιοσύνην εις τον κόσμον, να δώσωμεν βαθυτέραν έννοιαν εις την αρετήν, εις την τιμήν, εις την ανθρωπότητα.


Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ



    

Πορεία προς το μέτωπο  -  Οδυσσέας Ελύτης

Ξημερώνοντας του Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων,
λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά,
για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες.
Επρεπε λέει,να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε
ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι.
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω από τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε,
μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι,
φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα.
Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και
ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν αίματα.
Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι αυτό ήταν πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες,
μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε.
Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα,
τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών,
το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων.
Οπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο.
Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για πού τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι,
αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.
Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα.
Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες.
Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας,
αι τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές - μεριές
και οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Έφτασαν ντυμένοι "φίλοι"
αμέτρητες φορές οι εχθροί μου παμπάλαια δώρα προσφέροντας.
Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά.
Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
ΗΡΘΑΝ
με τα χρυσά σειρήτια τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία!
Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας
EΦΥΓΑΝ
"Γι αυτούς, είπαν, ο καπνός της θυσίας,
και για μας της φήμης ο καπνός,
αμήν."
  
 

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - ΤΑ ΠΑΘΗ -  
ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ - Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ
 

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011

Το λόγο έχει ο Κώστας Μπαλάφας"
 
Γεννήθηκα σ’ ένα κακοτράχαλο ηπειρώτικο χωριό που λες πως και το ίδιο γεννήθηκε για αγώνες πρώτα με την ίδια τη φύση, για να μπορέσει να επιβιώσει στην κακοτράχαλη γη που γεννήθηκε. Και ένα μεγάλο μαράζι ήταν ο ξενιτεμός. Ξενιτεύτηκα νωρίς κι εγώ για λόγους βιοπορισμού, μόλις τέλειωσα το Δημοτικό —το τέλειωσα και δεν το τέλειωσα. Ήμουν τότε έντεκα χρονών και δούλευα σ’ ένα γαλακτοπωλείο. Πριν πιάσω τη μηχανή, είχα γράψει λίγα πράγματα με το μολύβι σ’ ένα μπλοκάκι, τα βιώματά μου. Επειδή έγραφα και για το αφεντικό μου πράγματα όχι τόσο ευχάριστα, μου σκίσανε το μπλοκάκι και στενοχωρήθηκα πολύ γι’ αυτό, γιατί είχα γενικά όλα μου τα βιώματα, πως έφυγα από το χωριό μου, πως κατέβηκα σε μια πολιτεία όπου είδα φώτα που δεν τα έσβηνε η βροχή και ο αέρας, πως, τέλος πάντων, μπόρεσα να βοηθήσω τον εαυτό μου και την οικογένειά μου. Στο αφεντικό μου αυτό είχαν έρθει κάτι συγγενείς του από την Αμερική, ομογενείς, και θεώρησε υποχρέωσή του να τους ξεναγήσει σε διάφορα μέρη. Μια μέρα σκέφτηκαν να ανέβουν στην Πάρνηθα• είπανε, μάλιστα, να πάρουν και μιαν αναμνηστική φωτογραφία. Τότε ήταν τα κουτάκια αυτά τα Brownie της Kodak που στοίχιζαν πολύ φτηνά, ήταν εύκολα στη χρήση, γιατί είχαν aplanar φακό και δεν είχε απαιτήσεις για ειδικούς χειρισμούς. Κάποιος Θα έπρεπε όμως να κρατάει αυτό το κουτί για να φωτογραφηθούν αυτοί, και αγγάρεψαν έμένα. Όταν είδα εγώ ότι αυτό που βλέπω μπροστά μου μπορώ να το αποτυπώσω στο χαρτί, με μάγεψε και είπα «ένα τέτοιο εργαλείο θα’ θελα για να αποτυπώσω τα βιώματά μου και να καταχωρίσω τους ανθρώπους που έζησα και μόχθησα μαζί τους, που έζησα χαρές και λύπες. Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου κάποτε, ώστε με ένα ρολόι και λίγες οικονομίες να αποκτήσω μια μηχανούλα. Ήταν μια junior Kodak με 7.7 φακό. Μετά από αυτό αγόρασα μιαν άλλη• πουλώντας τη μηχανή αυτή και πάλι με κάτι οικονομίες πήρα μια Robot. Με τη Robot και μ’ ένα φιλμ που έπεσε κυριολεκτικά από τον ουρανό, μέσα σ’ ένα βομβαρδιστικό ιταλικό που το ‘ριξαν τα αντιαεροπορικά μέσ’ τα Γιάννενα, κατάφερα να συνεχίσω• έκοβα κομματάκια, γέμιζα τις μπομπίνες κι έτσι φωτογράφισα τον Αγώνα. 
Εμένα, σε όλη μου τη δουλειά, κεντρικός άξονας της θεματολογίας μου είναι ο άνθρωπος και οι αντιδράσεις του στη ζωή• ο αγώνας του για επιβίωση, και περισσότερο οι άνθρωποι του πόνου, γιατί έχουμε σχηματίσει κακή ιδέα για τον πόνο. Ο πόνος είναι σύμμαχός μας, είναι ο φίλος μας, μας ειδοποιεί πως αν το χέρι μας πονάει, κάτι συμβαίνει εκεί πέρα, και πρέπει να το δούμε. Έπειτα και στην ίδια τη ζωή, ο άξονας της ζωής κινείται μεταξύ πόνου και ανίας. Ή θα πονάς ή θα ανιάς στη ζωή. Επειδή ακριβώς σ’ αυτή την ψυχολογία των ανθρώπων ήθελα πάντοτε να μπαίνω, στο πετσί τους δηλαδή, και να βγάζω κάτι εσωτερικό δικό τους, το ίδιο θέλησα να κάνω κι εδώ, στο Όρος. Ότι θέλω να φωτογραφίσω, γίνεται στη φαντασία μου πρώτα και μετά το παίρνω• δεν παίρνω στην τύχη φωτογραφίες, τακ, τακ, τακ, ετούτο, το άλλο. Παίρνω ορισμένες λειτουργικές ενότητες που με εντυπωσιάζουν, αλλά που έχουν και κάποιο βαθύτερο νόημα. Γι’ αυτό και δεν μπορώ να πω, ξέρεις, θα κάνω αυτό και αυτό και γι αυτόν το λόγο. Εφόσον βρεθώ στο χώρο όπου το θέμα με συγκινεί, τότε σχηματίζω εικόνες στο μυαλό. Και αυτές τις εικόνες καραδοκώ τη στιγμή και τη θέση που θα τις πάρω. Αγαπάω τον κόσμο και τον κόσμο φωτογραφίζω. Μου έκανε μια κριτική μια εφημεριδούλα στην Έδεσσα, και αναφέρομαι σ’ αυτήν όχι γιατί με κολακεύει, αλλά είναι μια αλήθεια. Λέει σ’ ένα σημείο: «Στο ναό του Κώστα Μπαλάφα να βγάζεις τα παπούτσια σου, γιατί ο φιγούρες του είναι εξαγνισμένες από το μόχθο και τη στέρηση»• και είναι πράγματι έτσι. Όλοι με κατηγόρησαν στην αρχή ότι φωτογραφίζω την αθλιότητα και τη μιζέρια. Δεν έδειχνα σε κανέναν τις φωτογραφίες μου. Πήρα το δικό μου δρόμο, αυτός είμαι. Και νομίζω πως δεν έκανα άσχημα. Το να βγάλεις λίγα χρυσάνθεμα, ακόμα και μια βαρκούλα που κουνιέται, δεν λέει και σπουδαία πράγματα. Εδώ είναι ένας λαός τρανταχτός, που πέρασε δια πυρός και σιδήρου• από το γιαταγάνι του Γιουσούφ αράπη και από το σκοινί του πατρο-Κοσμά. Αυτόν το λαό φωτογραφίζω.

Απόσπασμα από το λεύκωμα Κώστας Μπαλάφας. Φωτογραφικό οδοιπορικό στο Άγιον Όρος 1969-2001, εκδ. Αγιορείτικη Φωτοθήκη – Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη, Άγιον Όρος - Αθήνα 2006.




Φωτογραφίες απο το λεύκωμα του Κώστα Μπαλάφα το αντάρτικο στην Ήπειρο.

Ο Κώστας Μπαλάφας συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους Έλληνες εκπροσώπους της ανθρωπιστικής φωτογραφίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Το έργο του αφιερωμένο στον απλό άνθρωπο του μόχθου και ιδιαίτερα στους κατοίκους των απομακρυσμένων χωριών της Ηπείρου, έχει προβληθεί επανειλημμένα τα τελευταία 20 χρόνια μέσα από εκθέσεις και εκδόσεις.
Ενταγμένος ο ίδιος από το 1943 στο 85ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, κατέγραψε με το φακό του τον αγώνα του ηπειρώτικου λαού ενάντια στον κατακτητή, με τη συνείδηση ότι σώζει ιστορικές στιγμές για να τις μεταφέρει στις επόμενες γενιές. Σε κινηματογραφικό φιλμ, που κυριολεκτικά του έπεσε από τον ουρανό —από ένα ιταλικό βομβαρδιστικό— αποτύπωσε τις καταστροφές των χωριών, τις ζυμώσεις για την έναρξη του ένοπλου αγώνα, τις πορείες και τις μάχες των ανταρτών, το θρήνο των μανάδων, αλλά και τις εκδηλώσεις κατά την απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων.
Το υλικό αυτό έμεινε κρυμμένο για 31 χρόνια κάτω από το ξύλινο πάτωμα ενός σπιτιού στα Γιάννενα. Το 1991, με τη φροντίδα και έξοδα του δημιουργού, κυκλοφόρησε η έκδοση Κώστας Μπαλάφας. Το αντάρτικο στην Ήπειρο, Ασπρόμαυρες φωτογραφίες 1940-1944.

Πηγή: www.arxaiologia.gr

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011

Απο το θεσσαλικό Κύκλο του 1974 σε στίχους του Βίρβου και μουσική του Μαρκόπουλου ένα ατμοσφαιρικό τραγούδι με την φωνή της Λιζέτας Νικολάου....Τα χειμωνιάτικα νυχτέρια...
Από τον "Θεσσαλικό κύκλο" λοιπόν, ένα τραγούδι που δεν ακούστηκε καθόλου, τα "χειμωνιάτικα νυχτέρια" με τη θαυμαστή φωνή της Λιζέττας Νικολάου, σε στίχους Κώστα Βίρβου και μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου. Σε κάποιους ίσως το τραγούδι ακουστεί σαν ένα αδιάφορο φολκλόρ. Σε άλλους, ίσως θυμίσει την αλφαβήτα μιας γλώσσας, μιας γης και μιας τρυφερότητας που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, μέσα στην αρρώστεια της πόλης. Όπως και να 'χει, η Τασούλα και η Μαρούλα γεννήσαν τους μπαμπάδες και τις μαμάδες μας, μας έπλεξαν προικιά και μας διαβάσαν παραμύθια. Να τις θυμόμαστε και να τις τραγουδάμε με αγάπη.
  ----
Το πρώτο μπουζούκι του Κώστα Παπαδόπουλου,δεύτερα του Πολυκανδριώτη και του Χαλκιά.Το σαντούρι του Αριστείδη Μόσχου και η κιθάρα του Βασίλη Τενίδη...(Οι φωτογραφίες του 1903 του Ελβετού Μποσουα που γύρισε πρώτος σχεδόν όλη την Ελλάδα εκείνης της εποχής και φωτογραφιζε...)

ΣΤΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΑ ΝΥΧΤΕΡΙΑ
Στα χειμωνιάτικα νυχτέρια
που τα φωτίζουν αγιοκέρια
οι χρυσοχέρες ετοιμάζουν τα προικιά
οι χρυσοχέρες ετοιμάζουν τα προικιά.

Στα λανάρια η Μαρούλα
γνέθει ρόκα η Τασούλα
κι η Ροδιά με τη σαΐτα που υφαίνει
την καρδούλα σου την έχει λαβωμένη.

Δεν κατοικούνε σε παλάτι
το βράδυ πάλι στο χαγιάτι
του αργαλειού να τραγουδήσουν το σκοπό
του αργαλειού να τραγουδήσουν το σκοπό
Στα λανάρια η Μαρούλα
γνέθει ρόκα η Τασούλα
κι η Ροδιά με τη σαΐτα που υφαίνει
την καρδούλα σου την έχει λαβωμένη.