Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Το Γιούσουρι




  Μικρός ήμουνα, παιδί στα σπάργανα, όταν άκουσα να μιλάνε για το φοβερό θεριό. Και σαν έγινα παλικάρι είκοσι χρονώ, ακόμα μιλούσανε με φρίκη και θαυμασμό για κείνο: για το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι, που βρίσκεται στον κόλπο του Βόλου, βαθιά στης θάλασσας τον κόρφο!
- Γιούσουρι; Τι είναι αυτό το γιούσουρι; ρωτάγαν οι μικρότεροι.
Οι πιο μεγάλοι, καραβοκύριδες και ναυτικοί, ζυμωμένοι με την αρμύρα κι αντρειωμένοι στην αγκαλιά της θάλασσας, είχαν να πουν ένα σωρό ιστορίες για δαύτο.
- Το γιούσουρι παιδιά μου, είναι θερίο της θάλασσας. Δέντρο είναι του βυθού με κλαδιά, με ρίζες και με ρόζους. Ώρες κάθεται λουφαγμένο στο σκοτεινό βυθό κι ώρες ψηλώνει και θεριεύει ως απάνου, στο πρόσωπο της θάλασσας.
  Εγώ, από μικρός που το άκουγα, με έπιανε  κατιτί παράξενο. Φόβος μαζί και πείσμα. Μ' όλες αύτες τις διηγήσεις, και πάλι δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς αυτό το τρομερό γιούσουρι που, μόνο τ' όνομά του να έλεγες, σκοτείνιαζαν τα πρόσωπα των ναυτικών. Τόσοι και τόσοι τρανοί καπεταναίοι, τόσοι καραβοτσακισμένοι ναυτικοί και κανένας να μην μπορεί να το νικήσει! δεν μπορούσα να το χωνέψω. Πιάνω μια μέρα τον πατέρα μου παράμερα και τον ρωτάω:
- Δεν μου λες,  πατέρα, τι είναι αυτό το γιούσουρι;
- Ξύλο, παιδί μου, σαν και τ' άλλα, θαλασσόξυλο. Όταν ήμουνα σφουγγαράς, έκοψα κάμποσο από δαύτο. Μ' ένα κομμάι του έφτιαξα και τούτη την πίπα.




Έπιασα στα χέρια μου την πίπα. Ήταν χοντρή και μεγάλη, με ρόζους, μαύρη, κατάμαυρη, σαν έβενος.
- Μπα, τούτο είναι το γιούσουρι; Το κόβουν λοιπόν;
- Το κόβουν λέει; Αφού το 'χεις στα χέρια σου. Στην Μπαρμπαριά, που πηγαίναμε για σφουγγάρια, είχαν δάση ολάκερα.  Άμα το πιάναμεστον ύπνο, του κόβαμε και κανένα κλαρί. Άμα όμως ξύπναγε, δεν το έκοβε ούτε η  ρομφαία του Αρχάγγελου.

 



- Κι αφού κόβεται, γιατί δεν πας να κόψεις και το γιούσουρι του Βόλου;
Το χαμόγελο πέτρωσε στα χείλη του πατέρα μου. Γύρισε και με κοίταξε σοβαρός.
- Α! είπε το γιούσουρι του Βόλουδεν είναι το ίδιο. Πήγα μια φορά κι εγώ να το κόψω- βουτούσαμε τότε με την πέτρα, σαν τους Καλυμνίωτες, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άνδρατην μάνα σου.
- Εγώ σαν μεγαλώσω, θα παώ να το κόψω, είπα με πείσμα.
Ο πατέρας μου έμεινε για λίγο σιωπηλός. 'Υστερα με κοίταξε συλλογισμένος από τα πόδια ως την κορφή, σαν να μετρούσε το άάστημά μου. Νόμιζα πως θα έλεγε όχι, πως θα πάσκιζε να μ' εμποδίσει.
Χαμογέλασε μοναχά και μου είπε:
- Καλά σαν μεγαλώσεις να πας. Τώρα που είσαι μικρός σύρε να μάθεις τη θάλλασα.





Πήγα κι έμαθα τη θάλασσα. 'Εγιαν πρώτα ναυτόπουλο, ύστερα έγινα ναύτης και σφουγγαράς και πήγαινα με σφουγγαράδικα στην Μπαρμπαριά. Είδα άγριο τον καιρό, είδα χιονιάδες και φουρτούνες, μα το λόγο που έδωκα στον πατέρα μου δεν το ξέχασα. Μαζί με το κορμί μεγάλωνε μέσα μου κι ο πόθος, γινόταν λαχτάρα: Να κόψω το γιούσουρι, να το ξεριζώσω και να τοσύρω πίσω από το καϊκι στο νησί μας. Θα το ξάπλωνα στην αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλαλήση σ΄ολάκερη τη χώρα:
- Εβγάτε, χωριανοί, να ιδείτε το μέγα θάμα! Το στοιχειό της θάλασσας νικήθηκε από του νησιού μας το τοιχειό,  το Γιάννο τονΓκάμαρο! Τρέμουν τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε χωριανοί...
Μελίσσι θα μαζευόταν ο κόσμος, νιοι και  γέροι. Οι ναυτικοί θα σταυρόκοπιούνταν, θα έβλεπαν οι γυναίκες και τα παλικάρια θα τρόμαζαν και θα ζήλευαν. Κι οι λυγερές παράμερα θα έλεγαν:
- Να λεβεντονιός για να γίνει άνδρας μας! Δεύτερος Αϊ Γιώργης!




Τέτοιες σκέψεις έκανε ο νούς μου, ώσπου έκλεισα τα είκοσι. Ψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάτσου στη Χαλκίδα. Δώσε απάνω, δώσε κάτω, φτάσαμε και στον κόλπο του Βόλου.  Άρπαξα την ευκαιρία.
- Τι λες καπετάνιε; Κάνουμε την απόπειρα;
- Ποια;
- Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
Γέλασε ο καπετάν Στραπάτσος, γέλασαν και οι άλλοι,
γέλασα τέλος και γω. Δεν τολμούσα να κάνω το σοβαρό.
- Ρε, τι λες; μου κάνει. Είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για τον παπά; Κοίτα να γάλουμε το καρβέλι κι άσε τα όνειρα. Τόσοι και τόσοι πήγαν και δεν έκαμαν τίποτα, και θα καμουμε εμείς;
- Γιατί όχι; Είμαστ' αδέξιοι εμείς; ' Επειτα, εκείνοι βούταγαν με την πέτρα, μια βουτιά κι απάνου. Τι θες να κάμουν με μια βουτιά;


 


'Εδωκα, πήρα, μια μέρα που δεν ψαρεύαμε τον κατάφερα.
- Τι λες πάμε; του κάνω.
- Μωρέ που να πάμε;
- Για το γιούσουρι!
- Ποιος θα βουτήξει;
- Εγώ βουτάω! Γι' αυτό ρωτάς;
Ξανοιχτήκαμε τέλος με τα κουπιά. Εγώ κοίταζα με το γιαλί στον πάτο. Φέρνουμε μια βόλτα, δυο, τρεις, τίποτα!
Πουθενά γιούσουρι! Μ' έπιασε μια παράξενη απελπισία. Τόσα χρόνια το ανάσταινα στην φαντασία μου, το έβλεπα μπροστά μου, το έβλεπα μπροστά μου, πάλευα μαζί του, το νικούσα, και τώρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν μπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχει, κάπου να το συναντήσω,  θές κάτω στους βυθούς, θες πέρα στο ακρογιάλι, θες απόνω στα σύωωεφα! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με καταλύσει. Ας με νικήσει κι εμένα σαν που νίκησε τόσους και τόσους. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου! Τότε  γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μονάχα για το καρβέλι;
- Τραβάτε για το λιμάνι, είπε, τέλος, ο καπετάνιος βαριεστημένος. Γιούσουρι, καθώς φαίνεται, δεν υπάρχει. Οι γεροντότεροι λένε παραμύθια καμιά φορά. Αντέστε να πιούμε κάνα ποτηράκι.
- Στο θεό καπετάνιε, του λέω, έχε υπομονή. Να φέρουμε άλλη μια βόλτα. 
  Ούτε κείνος όμως, ούτε οι λαμνοκόποι με άκουαν. Το καΐκι γύρισε κι έφυγε για το λιμάνι, βαριεστημένο και κείνο.
 Εγώ, κρεμασμένος στη κουπαστή, δεν έπαυα να κοιτάζω ζερβόδεξα με καρδιοχτύπι μεγάλο, σα να ζητούσα της μάνας μου τα κόκαλα. Μάταια όμως! Το νερό πρασινογάλαζο έφτανε ως κάτω στον πάτο και μου έδειχνε ξερά τα φύκια· όχτους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες απλωσιές σουφρωμένες, ζεστές, κρεβάτια για τις νεράιδες μαλακά κι απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ’ ονειρεμένο μου δεντρί.
Έλεγα ν’ αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσε μπροστά μου, πίσω έμεινε σα να διάβηκε φάλαινα.
- Στοπ!» φωνάζω· σταθείτε! 
Στάθηκε το καΐκι, γύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι!

    
 Ντύνομαι γοργά, παίρνω το λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι, και βουτώ κάτω. Μα καθώς σήκωσα τα μάτια, σύγκρυο μ’ έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! Τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είναι το θάμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες, βύζαιναν το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, αγκάλιαζαν τ’ αγκωνάρια, γάντζωναν τις ποδιές του, ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμη. Απάνω ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κι εκεί κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργιές ψήλωνε. Και από κει κλαδιά και αντικλάδια μυριόριζα, καμαρωτά κι ολόισια έφευγαν πέρα δώθε, ψηλά και χαμηλά, λες κι έπασχαν ν’ αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, σαν γυάλα το σκέπαζε και το έλουζε, τροφή μαζί και ταίρι, ανάσα και κλίνη του. Και κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκε η άβυσσο, κρύα και άπατη.
   Ήβρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το ήβρισκα, το ίδιο έκανε. Αν ήταν ν’ αρπάξω ένα κλαδί και να βγω απάνω, καλά. Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο κατέβηκα εκεί. Έκαμα το σταυρό μου, ξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του κατάφερα την πρώτη. Ξύπνησε ο Όφης. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας χτύπος, ένα κακό, λες και χύθηκαν όλα τα ρέματα απάνω μου. Το νερό χόχλασε, δάρθηκε κλωθογύριστα, σκότος πήδηξε από την άβυσσο κι έχασα όλα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά, αρπάχτηκα σ’ ένα ρίζωμα να μη με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν σα μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα απάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα να κρέμονται τα σκέλεθρα, πομπή και γάνα των παλαβών που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί του. Στο βρούχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό. Και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που δέρνονταν μεταξύ τους και τα γυμνά ποδάρια λάχτιζαν με πείσμα τ’ άσαρκα μέτωπα, σα να τους έλεγαν:
  -Γιατί μας φέρατε εδώ;
   Απάνω μου τσίμπαε ο καπετάνιος:
 -Έλα τώρα. Έλα, και δεν θα κάμεις τίποτα.
  Δε θα κάνω τίποτα! Και γω το κατάλαβα. Μα και με τι μούτρα ν’ ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλιά; Πού ο αι-Γιώργης; Α, όχι· αν δεν κατέβαινα, καλά· μα τώρα, πάει! Μόλις έπεσε ο σίφουνας, σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με όλη μου τη δύναμη. Πέτρα να χτύπαγα, το λιγότερο θα ράγιζε· εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάει μέσα το τσεκούρι, έφυγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες, σα να χτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξεριζώσω, πικροσυλλογίστηκα.
    Τσιμπάω απάνω:
 - Ρίχτε μου το λοστό.
  Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω το λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Τυραννήθηκα, και γω δεν ξέρω πόσο. Ώρες ερχόταν, ώρες περνούσαν, και γω με το λοστό στο χέρι. Μόνο στεκόμουν κάποτε να πάρω ανάσα ή και να ρίξω γύρω καμιά ματιά. Μπορούσε το σκυλόψαρο να ριχτεί απάνω μου.
Τέλος, τσιμπάω πάλι:
- Ρίχτε μου τη γούμενα.
-Μωρέ, έλα πάνω! τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλότερο σκοινί. Έλα πάνω· θα σου κόψω τον αέρα!
- Κόβεις τον αέρα, μα σχίζω το λάστιχο του απαντώ θυμωμένα.  Ή ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου;
Τα χρειάστηκε ο καπεταν-Στραπάτσος· μου έριξε τη γούμενα.

   
 Πιάνω από μακριά και θηλυκώνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με το λοστό τις ρίζες. Εκείνο, δωσ’ του και γλαυκόπαιζε τα μάτια σα να ήθελε να με μαγνητίσει. Εσειόταν και τάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού απλοκαμοί, λάγγευαν δώθε κείθε, κουλουριάζονταν, τίναζαν καταπάνω μου τ’ ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! Και αν δεν ήξερα καθόλου τα δολερά παιχνίδια του, κι αν δεν είχα ακούσει τα καμώματά του, τα σκέλεθρα που έβλεπα σφηνωμένα ψηλά ήταν αρκετά να μου δείξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε του ανακλάδισμα στρείδι κολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Πόδια, χέρια, μάτια, όλα δούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός, αψύς, ξεκόλωνε ένα με το άλλο τ’ αντιρίμματα, τα έβγαζε από τα θαλάμια τους, τα χώριζε από την πέτρα, ξεφλουδισμένα πολλές φορές, κι άλλες φορές με σκλήθρες από χάλαρα, με φόρτωμα από κοχύλια.
    Τέλος, κατάλαβα πως άρχισε να λασκάρει. Έχανε το στήριγμά του.
 -  Απάνω! τσιμπάω.
   Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι γοργά, παίρνω τη πρώτη ανάσα.
  Μπρε! Πήρε και σούρπωνε. Αντίκρι το Πήλιο ψήλωνε βαθυγάλαζο σαν από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές, σκόρπια μάρμαρα. Στο Βόλο άναβαν τα φώτα και ο ουρανός, ολοπόρφυρος από το ηλιοβασίλεμα, έβγαζε ένα τρεμόφεγγο τ’ αστέρια του. Μου φάνηκε πως ξανάζησα όταν είδα μπρος μου γνώριμα πρόσωπα. Ξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι και τους κόπους μου και τη δόξα μου ακόμη.
- Τι, απόκαμες;» ρωτάει ο καπετάν-Στραπάτσος.
- Τώρα θα ιδείς! του λέω πηδώντας απάνω. Έλα, παιδιά! Τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε».
- Μωρέ, τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; Δε σ’ άγγιξε το στοιχειό;
Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά μου, κινούν τα μπράτσα μου, και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι γερός.
- Μα τραβάτε παιδιά, παιδιά! λέω. Το δέντρο κόπηκε.
Ρίχνονται στα κουπιά, τραβούν με δύναμη. Ναι! Αντί να σύρει μπροστά, πίσω πήγαινε το καΐκι μας.
- Μωρέ, μας γελάς λέει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος. Τι μολογάς πως έκοψες το γιούσουρι;
- Μα τον αι-Νικόλα, το ‘κοψα του κάνω· τράβα! Τ’ ήθελες, να τ’ αποκόψω, για να με πλακώσει από κάτω; Δυο τραβήματα θέλει και θα ’ρθει με τις ρίζες του.
Αρχίζουμε πάλι το τράβημα. Κάπου μια ώρα έτσι παιδευτήκαμε. Άκουες τους σκαρμούς κι ετριζοβόλουν. Πείσμα έπιασε τους ναύτες και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο καπετάν-Στραπάτσος, ξετρελαμένος από χαρά και περηφάνια, ψυχή έδινε σε όλους με τις φωνές του:
- Ω-ω! Ω-ω!... Γεια σας, παλικάρια! Ίσα, λιοντάρια μου! Ντροπή μας! Μωρέ, ίσα, τίγρηδες!
Και τα παλικάρια, τα λιοντάρια, οι τίγρηδες, έχωναν βαριά το κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμη, που έλεγες τώρα θα γίνει σύψαλα. Τέλος, βαθύ μούγκρισμα αντήχησε κι η θάλασσα σήκωσε τρανό κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι πέταξε γοργόφτερο εμπρός. Αμέσως, μέγα κήτος φάνηκε να πιάνει απ’ άκρη σ’ άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
- Να ιδώ! Και γω να ιδώ!
Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν και σταυροκοπιούνται φοβισμένοι.
- Εμπρός!  λέω στον καπετάν-Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τώρα που νύχτωσε, πριν το νιώσουν και μας το πάρουν οι Τούρκοι.
Μόλις βγήκαμε από τον κόρφο, Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η νοτιά. Ο ουρανός έσβησε τ’ αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκε απάνω μας. Το κύμα ψήλωνε βουνό, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κι έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια, τι φώκιες και τι φάλαινες κλωθογύριζαν κοπαδιαστά, βρουχιούνταν και αλάλαζαν στο σύσκοτο εκείνο χάος! Ν’ ανησυχώ άρχισα. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και χολή, φαρμάκι της άβυσσος. 
Όμως τίποτα. Το γιούσουρι, σφιχτοδεμένο, ακολουθούσε τα απονέρια που έστρωνε η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζει, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. Ντροπή το είχε πως νικήθη και πάσχιζε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί. Μα ποιος το άφηνε; Μέσα στο άγριο πέλαγο μια ξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του διαλαλητή· ένα γνώριζα αίσθημα, το θάμασμα των γερόντων μας. Ένα πόθο, την ευχή των κοριτσιών:
- Να λεβεντονιός για να γίνει άντρας μας! 
Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία μίλια θέλαμε ακόμη. Μα τρία γερά. Τα μπράτσα λύθηκαν όλη νύχτα επάνω στο κουπί. Τα πρόσωπα σούρωσαν· τα μάτια θόλωσαν. Ζάρες έκαμε το μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σα να κύλησαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος, ξαπλωμένος τ’ ανάσκελα στον πάγκο, έμοιαζε πτώμα. Οι λαμνοκόποι αμίλητοι κινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν αναίσθητα το έργο τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα να λάμνω σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους πήρα. Μα τι να κάμω και γω; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμή μου. Το κύμα επίμενε να ψηλώνει ακόμα, να λιχνίζει και να μας βρέχει και να μας κλυδωνίζει φοβερά.
Τέλος, ρόδισε η ανατολή, φάνηκε ο ήλιος. Φάνηκαν βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας αντίκρι.
- Άλα, παιδιά, και φτάσαμε!  φώναξα.
Και πηδώ στην πλώρη ν’ αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την αμμουδιά όπου θα το ρίξω θρασίμι. Το καΐκι πέταξε μέσα, δυό χάλαρα πήδηξε, άραξε απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδειάζω τη γούμενα.
Ωιμέ! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ μόνο στα χέρια μου!


- Τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται, στον κόρφο του Βόλου, απάνω στο θεόχτιστο πάγκο του, με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένο τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του πέρα δώθε, λες και πάσχει να κλείσει όλα στο δίχτυ του. Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα σε παιδί, από παιδί σ’ εγγόνι, πάντα μεγάλο, θαμαστό πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν στοιχειό.
 Και γω, ο Γιάννος ο Γκαμάρος, νέος αι-Γιώργης του νησιού, εβδομηντάρης κι ετοιμόρροπος τώρα, δε θαλασσοδέρνομαι παρά για το καρβέλι!

Ανδρέας Καρκαβίτσας, Εικονογράφηση: Νικόλας Ανδρικόπουλος





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.